Δράμα 2023: "Μοναδικό... αφεντικό είναι η ίδια η ταινία που κάνουμε"
ΣΧΕΤΙΚΑΔράμα 2024: Το θέατρο έγινε η φωνή της Στελιάννας
Με κεντρικό άξονα την ταινία Μαγνητικά Πεδία και την έννοια της δημιουργικής ελευθερίας στο σινεμά, διεξήχθη κατά την διάρκεια του Φεστιβάλ Δράμας που ολοκληρώθηκε, η πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση την οποία μοιράστηκαν με νέους κινηματογραφιστές ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Δράμας Γιάννης Σακαρίδης και ο βραβευμένος δημιουργός κόμικ και πολυβραβευμένος σκηνοθέτης Γιώργος Γούσης.
Η συζήτηση με τίτλο Free Cinema πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του νεοσύστατου Short Film Hub, οι δράσεις του οποίου απλώνονται σε όλη τη διάρκεια του Φεστιβάλ και δημιουργήθηκε με σκοπό να ενώσει όλους τους επαγγελματίες που θα βρεθούν στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, καθώς και να δώσει την ευκαιρία οι συζητήσεις που περιλαμβάνει να γίνουν αφορμή ώστε οι νέοι δημιουργοί να έρθουν κοντά με αναγνωρισμένους επαγγελματίες του κινηματογραφικού χώρου και να μάθουν τις αμέτρητες δυνατότητες της τέχνης τους.
Ο Γιώργος Γούσης, ένας από τους πιο γνωστούς κομίστες, με πολλά graphic novels του να έχουν γίνει μπεστ σέλερ, έκανε το ντεμπούτο του στη σκηνοθεσία το 2019 με το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ Ο Χειροπαλαιστής, το οποίο βραβεύτηκε από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, ενώ η μεταγενέστερη μεγάλου μήκους εκδοχή του το 2022 απέσπασε τρία βραβεία στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Τα Μαγνητικά Πεδία είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που δημιούργησε, η οποία, μεταξύ άλλων, έφυγε με έξι βραβεία από το 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 2021, ήταν ο μεγάλος νικητής στα βραβεία Ίρις 2022 της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, αλλά και η επίσημη πρόταση της Ελλάδας στην κατηγορία Διεθνούς Ταινίας των Όσκαρ 2023.
Ο Γιάννης Σακαρίδης ξεκίνησε τη συζήτηση χαρακτηρίζοντας τα πολυβραβευμένα Μαγνητικά Πεδία ως «ένα χειροποίητο κέντημα». Εξήγησε ότι ο λόγος για τον οποίο προσκάλεσε σε αυτήν την συζήτηση τον δημιουργό της είναι η πεποίθησή του ότι «ίσως αυτή η ταινία αποτελεί μία ελπίδα για τους σκηνοθέτες μικρού μήκους που βρίσκονται φέτος στο Φεστιβάλ και για τους σπουδαστές που συμμετέχουν στο Κινηματογραφικό Εργαστήρι που γίνεται στη Δράμα» και ζήτησε από τον Γιώργο Γούση να μιλήσει στο κοινό για τη σχέση του με τον κινηματογράφο, καθώς και την ιδέα, το τρόπο που επέλεξε και τα βήματα που ακολούθησε για τη δημιουργία των Μαγνητικών Πεδίων.
Μέχρι πριν από τρία χρόνια, η δουλειά του ήταν να φτιάχνει κόμικς. Μια σειρά από γεγονότα τον οδήγησαν να δοκιμάσει να κάνει σινεμά, και κυρίως η γνωριμία του με τον διευθυντή φωτογραφίας Γιώργο Κουτσαλιάρη, είπε παίρνοντας το λόγο ο σκηνοθέτης. «Το ένα έφερε το άλλο. Όταν κάναμε τον Χειροπαλαιστή, το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ, με γοήτευσε η διαδικασία και συνειδητοποίησα ότι εδώ υπάρχει ένα καινούργιο πεδίο όπου θα μπορούσα να εξασκήσω την τέχνη που ήδη εξασκούσα, σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Για μένα ήταν μια φυσική συνέχεια της δουλειάς που ήδη έκανα, της αφήγησης, δηλαδή, ιστοριών. Στη συνέχεια, προχωρώντας με τη μεγάλου μήκους εκδοχή του Χειροπαλαιστή, σε μία παύση των γυρισμάτων του, λόγω Covid, προέκυψαν τα Μαγνητικά Πεδία».
Αναφορικά με τα πρώτα βήματα αυτής της ταινίας ο Γ. Γούσης είπε ότι το καλοκαίρι του 2020 έκαναν με τον Γιώργο Κατσουλάρη ένα ταξίδι στην Κεφαλονιά και περιδιαβαίνοντας το νησί με το αυτοκίνητο «σκεφτήκαμε ότι αυτός ο τόπος έχει ενδιαφέρον για τη δημιουργία μιας ταινίας δρόμου. Αυτή ήταν και η ιδέα μας. Ωστόσο, λίγο πριν, είχα γνωρίσει, με αφορμή ένα μουσικό βίντεο, την Ελένη Τοπαλίδου και νιώσαμε αμέσως την ανάγκη να κάνουμε κάτι μαζί. Έτσι, τον Σεπτέμβρη πια είχα στο μυαλό μου ότι ήθελα να κάνω μια ταινία δρόμου στην Κεφαλονιά με την Έλενα (Τοπαλίδου) και τον Αντώνη (Τσιοτσιόπουλο). Αρχίσαμε με τον Αντώνη να φτιάχνουμε ένα storyline για αυτήν την ιδέα μιας ιστορίας δρόμου για μια γυναίκα που πάει κάπου και στη συνέχεια αλλάζει πορεία. Τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς πήγαμε πίσω στο νησί για να τη γυρίσουμε».
Σχετικά με τη διαδικασία της δημιουργίας των Μαγνητικών Πεδίων, ο Γιώργος Γούσης περιέγραψε ότι είχαν προαποφασίσει τον τρόπο με τον οποίο θα κάνουν αυτήν την ταινία, πριν ακόμη ξεκινήσουν τα γυρίσματα. «Έχοντας δώδεκα μέρες στη διάθεσή μας και με ένα storyline που γράψαμε με τον Αντώνη, μόνο μια σύνοψη χωρίς καθόλου διαλόγους, ένα σενάριο scene by scene, δηλαδή, αυτοσχεδιάζοντας και επιτρέποντας στους εαυτούς μας, και στην ίδια τη διαδικασία, να μας εκπλήξουν. Επίσης, ξεκινήσαμε χωρίς χρήματα αλλά και χωρίς να πρέπει απαραίτητα να γυρίσουμε πίσω με ένα αποτέλεσμα». Αυτό το τελευταίο, κατάλαβε αργότερα ότι ήταν βασικό συστατικό της ταινίας του. «Ξέρω ότι δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά τότε, και ξέρω ότι την επόμενη φορά ίσως θα πρέπει να το κατασκευάσουμε αυτό το αίσθημα της ελευθερίας που νοιώθαμε». Κατά τη διάρκεια της δημιουργίας της, πέρασαν πολύ ωραία, σχολιάζει. «Γουστάραμε που βρισκόμασταν εκεί, και μαζί, και όλα τα προβλήματα μας τα αντιμετωπίζαμε σαν challenge. Αυτό που αναρωτιόμασταν ήταν αν έστω λίγο το αίσθημα που νοιώθαμε εμείς, θα περάσει στην ταινία. Μας εξέπληξε πολύ το αποτέλεσμα, αλλά και πώς ο κόσμος υποδέχτηκε την ταινία».
Ο Γιώργος Γούσης εξήγησε ότι έφτιαξαν μια ιστορία πλοκής, δεν έκαναν καθόλου πρόβες, αλλά συζητούσαν πολύ με τους δύο ηθοποιούς για την ψυχολογία των δύο χαρακτήρων. «Θα μπορούσαμε να είχαμε γράψει ένα σενάριο», σχολίασε. «Ακόμα δεν ξέρω γιατί επιλέξαμε τον αυτοσχεδιασμό. Νομίζω ότι είχαμε μια φόρα, ίσως και ένα θράσος. Ορμώμενος από το ντοκιμαντέρ, αισθανόμουν μια ασφάλεια ότι αν έχεις ένα υποκείμενο παρατήρησης, κάποια στιγμή θα σου δώσει μια ωραία σκηνή. Και αισθανθήκαμε ότι μπορεί να λειτουργήσει και σε αυτήν την ταινία». Σε πολλές περιπτώσεις, σχολίασε ο Γιάννης Σακαρίδης, «υπάρχουν σκηνοθέτες και ηθοποιοί που δεν χρειάζονται το σενάριο για να δουλέψουν με τον κλασικό τρόπο, δουλεύει το treatment, και οι διάλογοι, όταν δουλεύουμε με δύο τέτοιους ηθοποιούς, έρχονται», προσθέτοντας ότι κατά τη γνώμη του έπαιξε ρόλο, επίσης, τόσο η μεγάλη εμπειρία του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου, που προέρχεται και από τον χώρο της θεατρικής γραφής, όσο και η υποκριτική δυναμική της Έλενας Τοπαλίδου.
Αυτό που αξίζει να ειπωθεί για την ταινία Μαγνητικά Πεδία, συνέχισε ο Γ. Σακαρίδης, είναι ότι είναι θαυμαστός ο τρόπος που έγιναν αυτές οι επιλογές, «ένας ελεύθερος τρόπος, που θυμίζει τις εμπειρίες μας από άλλους σκηνοθέτες από το παρελθόν, με τους οποίους μεγαλώσαμε κινηματογραφικά, όπως τον Κεν Λόουτς, τον Μάικλ Λι… Γι’ αυτό, άλλωστε, για τον τρόπο που δημιουργήθηκε αυτή η ταινία, ονομάσαμε αυτήν τη συζήτηση σήμερα με τον Γιώργο Γούση ως Free Cinema».
Καλώντας ο Γ. Σακαρίδης στη σκηνή τον ηθοποιό Αντώνη Τσιοτσιόπουλο, ο οποίος βρισκόταν ανάμεσα στο κοινό, καθώς συμμετέχει σε μικρού μήκους ταινίες που διαγωνίζονται φέτος στη Δράμα, του ζήτησε να περιγράψει από τη μεριά του το εν λόγω εγχείρημα. Ο βραβευμένος ηθοποιός σχολίασε τον τρόπο διαδικασίας που ακολούθησαν, τονίζοντας ότι «είναι μια ταινία που κάνει στην άκρη οτιδήποτε περιττό». Και πρόσθεσε ότι ο τρόπος που έγινε η ταινία, «ήταν ο τρόπος του Γιώργου και ήταν ένα καθεστώς απόλυτης ελευθερίας, ήταν μια δημιουργική διαδικασία, ένα εδώ και τώρα, που θα θυμάμαι όλη μου τη ζωή». «Μου έδειξε έναν τρόπο πώς να κάνουμε ταινίες, πώς να νιώθεις ελεύθερος ως ηθοποιός, ακόμη κι όταν υπάρχουν σενάρια ή έχουμε παραγωγούς, σκηνοθέτες με πολύ συγκεκριμένες απαιτήσεις».
Πέρα από μια υπέροχη ταινία, υπογράμμισε ο Γιάννης Σακαρίδης «είναι και ένα παράδειγμα δημιουργίας για τους μελλοντικούς κινηματογραφιστές, και αυτό που θα ‘θελα να τονίσω είναι ότι τον τρόπο δημιουργίας τέτοιων ταινιών πρέπει να τον κρατάμε στη μνήμη μας σαν παράδοση».
«Δεν είναι μονόδρομος, είναι ένας ακόμη τρόπος να κάνεις ταινίες», πρόσθεσε από την πλευρά του ο Γιώργος Γούσης, «και κατά κάποιον τρόπο και μια δικλείδα ασφαλείας για δημιουργούς που τώρα ξεκινάνε, αν τυχόν αντιμετωπίζουν προβλήματα παραγωγής».
Για τον ίδιο, τόνισε, έχει πλέον ενδιαφέρον «πώς θα ξαναδημιουργηθεί αυτό το κλίμα σε μια πιο κανονική παραγωγή με πιο πολλά χρήματα, με παραγωγούς που μπορεί να περιμένουν κάτι από σένα, ή εσύ ο ίδιος από τον εαυτό σου. Με ποιο τρόπο μπορείς να ξαναφτιάξεις αυτό το safe space μέσα στην ταινία, ώστε να έχουμε την αίσθηση ότι παίζουμε χωρίς να υπάρχει πρόσημο επιτυχίας ή αποτυχίας Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι το ίδιο όταν παίζεις με εκατομμύρια. Δεν έχω απάντηση αυτή τη στιγμή, ελπίζω να έχω απάντηση στην επόμενη ταινία. Το safe space πάντως είναι σίγουρα αυτό που κερδίζεις με ένα έναν τέτοιο τρόπο filmmaking. Αξίζει ένας σκηνοθέτης να το δοκιμάσει έστω μια φορά. Βλέπουμε, άλλωστε, παραδείγματα ακόμη και χολιγουντιανών σκηνοθετών, low budget ταινιών, να γίνονται, ξεκάθαρα, μόνο για δημιουργικούς λόγους», κατέληξε. «Όπως και ο Παβέλ Παβλικόφσκι και η περίπτωση της οσκαρικής ταινίας του Ida», συμπλήρωσε ο Γ. Σακαρίδης.
Τέλος, για την έννοια της ελευθερίας στη δημιουργική διαδικασία του σινεμά, μια έννοια που ακολουθεί αυτή τη συζήτηση από τον τίτλο της, ο Γιώργος Γούσης σχολίασε ότι «αν ο στόχος κάποιου δημιουργού είναι να καλλιεργήσει την ελευθερία του, θα το κάνει. Και κάποιος άλλος μπορεί να καλλιεργήσει την εξουσιαστική συμπεριφορά. Επίσης θα το κάνει. Για μένα η ελευθερία είναι στάση ζωής. Ποιός άνθρωπος θέλεις να είσαι ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους που έχεις δίπλα σου. Προσωπικά, δεν θα ήθελα να ξυπνάω το πρωί για να πάω σε ένα γύρισμα για να βασανιστώ ή για να βασανίσω άλλους. Ούτε να με κατατρώει το όραμα για το αποτέλεσμα. Θέλω να μην ξέρω τι θα συμβεί».
«Το στοίχημα για μένα», συμπλήρωσε, «είναι να περνάμε ωραία δουλεύοντας μαζί, και στις δύσκολες στιγμές, που έρχονται πάντα, η ομάδα να δυναμώνει, να στηρίζει ο ένας τον άλλον. Ο σκηνοθέτης δεν είναι το παν σε ένα γύρισμα, ‘’αφεντικό΄΄ θεωρώ ότι είναι η ίδια η ταινία και ο σκηνοθέτης είναι εκεί να την εξυπηρετήσει κι αυτός. Και πρέπει να βρει τον τρόπο», κατέληξε. Καθώς, πιστεύει ακράδαντα ότι στη διαδικασία δημιουργίας μια ταινίας «πρέπει όλοι μας να έχουμε στο μυαλό μας ως μοναδικό ΄΄αφεντικό΄΄ την ίδια την ταινία που φτιάχνουμε».
Όλες τις ταινίες του εθνικού διαγωνιστικού μπορείτε να τις δείτε ελεύθερα εδώ.
To ΜΟVE IT βρέθηκε στο Φεστιβάλ Δράμας και κατέγραψε όσα συνέβησαν σε αυτή την σπουδαία σινεφιλική γιορτή.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων