Σύνοψη: Στην ταινία «Venom: Η Τελευταία Πράξη», ο Tom Hardy επιστρέφει στον ρόλο του Venom, ενός από τους πιο γνωστούς και περίπλοκους χαρακτήρες της Marvel, για την τελευταία ταινία της τριλογίας.
Όλοι καταδιώκουν τον Eddie και τον Venom. Κυνηγημένοι και από τους δύο κόσμους τους και με την κατάσταση να δυσκολεύει πολύ, το δίδυμο αναγκάζεται να πάρει μια καταστροφική απόφαση που θα ρίξει την αυλαία στην τελευταία πράξη του Venom και του Eddie.
Άποψη: Είναι το Venom το χειρότερο franchise μέσα στο ευρύτερο franchise του Marvel Cinematic Universe;
Μπορεί και να είναι, μιας και ίσως είναι το μόνο που πέτυχε το τρία στα τρία, τρεις δηλαδή ταινίες που είναι όλες κατώτερες του μετρίου.
Και στον Sam Raimi μπορούμε να χρεώσουμε κακές στιγμές στον Spider-Man του και σίγουρα όχι έναν καλό Venom στο Spider-Man 3 με τον Topher Grace στον ρόλο, αλλά στο σύνολό της έχει πολλά καλά στοιχεία.
Ο Venom, ακόμα και τώρα στο τελευταίο μέρος της τριλογίας, δεν έχει βρει τον παλμό του. Η σεναριογραφική ομάδα πίσω από αυτό δεν κατάφερε ποτέ να βρει ενιαία στάση στο προς τα πού θα κατευθυνθεί, με αποτέλεσμα μια από τους σεναριογράφους των δύο προηγούμενων ταινιών, η Kelly Marcel, να αναλαμβάνει την σκηνοθεσία -και μάλιστα στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο- φτάνοντας την αβολοσύνη του πράγματος και την ετεροντροπή του κοινού απέναντι σε αυτό που βλέπει σε νέα ύψη.
Αν η πρώτη ταινία έπαθε DC με την κακή έννοια, έχοντας έναν σκοτεινό και ψευτοφιλοσοφικό στόμφο και η δεύτερη ταινία δια χειρός Andy Serkis, μπήκε πιο πετυχημένα στα καλούπια του Marvel σύμπαντος με μια διασκεδαστική προσέγγιση, παρότι είχε πολλές σεναριακές τρύπες, η Τελευταία Πράξη συνδυάζει και τα δύο.
Από την μια ο αλά Tim Burton βγαλμένος από το Mars Attacks, Venom παθαίνει Deadpool έχοντας ένα κάφρικο χιούμορ και αυτοαναφορική πολυλογία και από την άλλη ο Έντι ισορροπεί ανάμεσα στην εξωγήινη, τερατώδη φωνή μέσα του και στον δικό του Γολγοθά να επιβιώσει από αυτούς που τον κυνηγούν.
Αυτό που απουσιάζει για άλλη μια φορά είναι η ιστορία. Πάλι ο Venom επί μία ολόκληρη ώρα δεν κάνει τίποτα και απλώς περιφέρεται από σετ σε σετ σε κάποια ευτράπελα αλλά στην πραγματικότητα καθόλου αστεία σκηνικά. Μπορεί ο Rhys Ifans στον ρόλο του ανυποψίαστου χαζούλιακα να είναι το απαραίτητο comic relief της υπόθεσης, αλλά δεν αρκεί.
Στην τελευταία ώρα αρχίζει να αποκτά δράση και ένταση και ίσως κρατήσει το ενδιαφέρον της πιτσιρικαρίας αλλά και πάλι το γεγονός ότι δεν υπάρχει συγκροτημένη υπόθεση και απλώς μοιάζει σαν να προκύπτουν ιδέες στην διαδρομή και οι σεναριογράφοι εκείνοι την ώρα να σκαρφίζονται πώς θα εξελιχθεί όλο αυτό, σίγουρα ζημιώνει το τελικό αποτέλεσμα.
Μιας και θα απευθυνθεί κυρίως σε εφηβικό και νεανικό κοινό, το γεγονός ότι κάποια στιγμή στην ταινία παίρνεται ως δεδομένο ότι ο Κιούμπρικ σκηνοθέτησε την προσελήνωση χωρίς αντίλογο, ασπαζόμενη θεωρίες συνωμοσίας, είναι τουλάχιστον προβληματικό, αν όχι επικίνδυνο. Ο Τομ Χάρντι για άλλη μια φορά μένει υποκριτικά ανεκμετάλλευτος, παρότι υπερβολικά ταλαντούχος για τις ανάγκες του συγκεκριμένου ρόλου, κάνοντάς μας να τον λυπόμαστε ή να νιώθουμε άβολα με αυτό που χρειάζεται να κάνει, όπως νιώθαμε βλέποντας τον Αλ Πατσίνο να παίζει στο Jack and Jill διαφημίζοντας Ντανκατσίνο. Ελπίζουμε οι μελλοντικές του μεταμφιέσεις να είναι σε ταινίες του Κρίστοφερ Νόλαν που του πηγαίνουν περισσότερο.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων