Σύνοψη: Όταν δύο ληστές εισβάλλουν στο σπίτι του ένα βράδυ, ο Χατς δεν βρίσκει το θάρρος να υπερασπιστεί τον εαυτό του και την οικογένειά του, στην προσπάθειά του να μην προκαλέσει υπερβολική βία.
Ο έφηβος γιος του απογοητεύεται και η σύζυγός του δείχνει να απομακρύνεται. Ο απόηχος του συμβάντος έχει μεγάλο αντίκτυπο στην καταπιεσμένη οργή του Χατς, καθώς θα του ξεκλειδώσει ένστικτα και θα τον στείλει σε ένα σκοτεινό μονοπάτι το οποίο θα ανασύρει σκοτεινά μυστικά και φονικές δεξιότητες.
Άποψη: Μέσα σε ένα μπαράζ από γροθιές, σφαίρες και λάστιχα που καίνε την άσφαλτο, ο Χατς καλείται να σώσει την οικογένειά του από έναν επικίνδυνο αντίπαλο και να διασφαλίσει ότι κανείς στο εξής δεν θα τον υποτιμήσει ως «κανένα».
Κάπου μεταξύ «Τaken» (στην φυσιογνωμία του ήρωα και όχι το στόρι) και «John Wick» (είναι άλλωστε ο ίδιος σεναριογράφος), ο Μπομπ Όντενκερκ του «Better Call Saul» πείθει σαν οικογενειάρχης που μεταμορφώνεται σε σκληρό καριόλη και μοιράζει πόνο, άλλοτε σοβαρά, άλλοτε με μαύρο χαβαλεδιάρικο χιούμορ.
Μια ισορροπία που ο Ίλια Ναϊσούλερ (σκηνοθέτης του εντυπωσιακού «Hardcore Henry») δυσκολεύεται να διατηρήσει συχνά πυκνά κατά την διάρκεια του φιλμ, πέφτοντας στις παγίδες ενός υπερβολικά γνώριμου κινηματογραφικού σύμπαντος, το οποίο διανθίζει με σκηνές σκληρής χορογραφημένης βίας και έναν αναπάντεχο πρωταγωνιστή που αποδεικνύει ότι και οι μεσήλικες έχουν action ψυχή, χωρίς ο ίδιος και η ταινία να παίρνουν τον εαυτό τους στα σοβαρά, προς τιμήν τους.
Φλερτάροντας τόσο με τον σαρκασμό, όσο και με την παρωδία, το «Nobody» δεν είναι σίγουρα όσο εμπνευσμένο θεωρεί ότι στέκεται και ο ήρωάς του μένει τελικά σε μια γκρίζα ζώνη που αφαιρεί αρκετή από την όποια γοητεία του, παρά την θελκτική στους φανς στιλιζαρισμένη βία του συνολικού εγχειρήματος και την στιβαρή παρουσία του Όντερκερκ που "το πάει το γράμμα" και δεν αποκλείεται να το πάει ξανά σε πολύ πιθανό sequel.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων