O τρόπος με τον οποίο ο Πολ Τόμας Άντερσον αποθεώνει το μοντάζ στις ταινίες του

Δημοσίευση: 20 Φεβ. 2018, 16:15

Εάν είσαι ένας από εκείνους τους ανθρώπους που δεν πιστεύουν πως η συμβολή του μοντέρ σε μια ταινία είναι εξίσου σημαντική με αυτή του σκηνοθέτη, τότε πρέπει πραγματικά να δεις περισσότερες ταινίες του Paul Thomas Anderson και ειδικά το There Will Be Blood (2007). Το video essay των Nerdwriter1 εξετάζει με τρόπο συναρπαστικό το αριστούργημα του Anderson αναλύοντας το όσα αποκαλύπτονται μετρώντας των αριθμών των πλάνων που έχουν χρησιμοποιηθεί.

Στα συνολικά 158 λεπτά που διαρκεί το There Will Be Blood χρησιμοποιήθηκαν 678 πλάνα. Αυτό σημαίνει πως ο Anderson σε συνεργασία με τον μοντέρ, Dylan Tichenor, έχουν δώσει διάρκεια, κατα μέσο όρο, 13.3 δευτερόπλετα σε κάθε πλάνο, τη στιγμή που η διάρκεια πλάνων που συναντάμε στην πλειοψηφεία των ταινιών του Hollywood κυμμαίνεται στα 3 με 4 δευτερόλεπτα. Το να διαθέτει μια ταινία πλάνα με διάρκεια μεγαλύτερη από το μέσο όρο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κριτήριο για να αποφασιστεί το αν είναι καλή ή κακή, ο Anderson ωστόσο γνωρίζει πως να το χρησιμοποιεί προς όφελος του.  Χρησιμοποιώντας μακρύτερα πλάνα μειώνει την συχνότητα των cut, της αλλαγής δηλαδή από το ένα πλάνο στο άλλο, αυξάνοντας παράλληλα την σημασία και το αντίκτυπο τους.

Αυτός είναι και ο λόγος που συχνά ο Anderson προτιμά να κινηματογραφεί μια δράση συνεχόμενα. Αν κανείς εξετάσει ένα από τα πολλά αδιάκοπα πλάνα που υπάρχουν στο There Will Be Blood, θα παρατηρήσει πως η κάμερα κινείται προκειμένου να εστιάσει την προσοχή του θεατή σε δύο ή τρεις διαφορετικές γωνίες, περιγράφοντας την δράση με μια μόνο λήψη, όπως θα γινόταν και αν είχαν χρησιμοποιηθεί δύο ή τρια cut. Όταν ο Anderson και ο Techenor όμως αποφασίζουν να κάνουν cut ξαφνικά αυτό αποκτά μεγαλύτερη αξία. Όπως αναφέρουν πολύ εύστοχα οι Nerdwriter: «Η αξία ενός cut αυξάννεται όσο η συχνότητα τους μειώνεται.»

Κάθε cut στο There Will Be Blood καταλήγει να συμβάλει στην ατμόσφαιρα της ταινίας και να δημιουργεί ένταση λόγο του μειωμένου αριθμού τους. Αξίζει να παρατηρήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο γίνεται το πέρασμα από ένα track-in στο Daniel Day-Lewis που κάθεται στον ήλιο, όπου η κάμερα κινείται προς το μέρος του, σε ένα track-out του Eli Sunday, όπου η κάμερα απομακρύνεται από αυτόν, καθώς εκείνος κάθεται στη σκιά ή την άρνηση του Anderson να επιστρέφει σε γενικά πλάνα  κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης επιμένοντας να χρησιμοποιεί close-ups ακόμα και στις παύσεις του διαλόγου. Αποφάσεις όπως αυτές χτίζουν την ατμόσφαιρα και την ένταση μιας ταινίας ενώ παράλληλα επιτρέπουν στο θεατή να αντλήσει πληροφορίες για τις σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων με τρόπο που το σενάριο ποτέ δεν θα μπορούσε.

Οι Nerdwriter1 αναλύουν ακόμα και το μέσο όρο διάρκειας ενός πλάνου σε κάθε κομμάτι της ταινίας. Στη πρώτη ώρα διαρκούν περίπου 14 δευτερόλεπτα, στη δεύτερη 13.3 και στην τελευταία μισή ώρα 12.5. Είναι σχεδόν αδύνατο να παρατηρήσει κανείς αυτή τη σταδιακή μείωση χωρίς να κάνει τα μαθηματικά με χαρτί και μολύβι, ωστόσο αποτελεί μια συνειδητή απόφαση καθώς αυξάνει την δραματική ένταση της ταινίας όσο ο Plainview βάζει τον εαυτό του σε όλο και δυσμενέστερη θέση.

Το video essay διαρκεί μονάχα 7 λεπτά και σίγουρα αξίζει το χρόνο σου.

CLIP

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ VIDEO
Δε θες να χάνεις κλιπ;
Εγγράψου στο youtube κανάλι μας!
Baghead, από την Spentzos Baghead, από την Spentzos