65o ΦΚΘ: Το "Swimming home" βουλιάζει από το βάρος των φιλοδοξιών
Σύνοψη: Όταν μια οικογένεια φτάνει στη βίλα της, σε ένα απομονωμένο παραθαλάσσιο χωριό, βρίσκει μια άγνωστη γυναίκα (Αριάν Λαμπέντ) να επιπλέει στην πισίνα τους.
ΣΧΕΤΙΚΑΗ Αριάν Λαμπέντ στο 8ο Φεστιβάλ του WIFT GR
Η μυστηριώδης γυναίκα με τα πράσινα νύχια ισχυρίζεται ότι είναι βοτανολόγος και η παραμονή της στο σπίτι υπογραμμίζει τη ρήξη που ήδη υπάρχει ανάμεσα στους γονείς, την πολεμική ανταποκρίτρια Ιζαμπέλ (Μακένζι Ντέιβις) και τον μελαγχολικό ποιητή Τζο (Κρίστοφερ Άμποτ).
Καθώς η ένταση αυξάνεται και οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν, οι ειδυλλιακές διακοπές μετατρέπονται σε ένα επικίνδυνο θέαμα που ενισχύεται από την ομορφιά του τοπίου όπου εκτυλίσσεται.
Γνώμη: Η μεταφορά βιβλίων στο σινεμά είναι μια μεγάλη και, ενίοτε, πονεμένη ιστορία, ειδικά σε περιπτώσεις βιβλίων που δεν εστιάζουν τόσο στην πλοκή όσο στον ψυχολογικό κόσμο των ηρώων τους.
Το “Swimming Home” της Ντέμπορα Λίβι ανήκει σε αυτή την κατηγορία και η ομώνυμη ταινία, το μεγάλο μήκους ντεμπούτο του Τζάστιν Άντερσον, είχε θεωρητικά όλα τα φόντα για να αποτελέσει ένα ψυχολογικό δράμα στην παράδοση παλιότερων ταινιών όπου μια πισίνα είναι το κέντρο γύρω και μέσα στο οποίο απογυμνώνονται οι νευρώσεις ευκατάστατων και φωτογενών ανθρώπων, βλέπε το θρυλικό “La Piscine” (1969) του Ζακ Ντερέ ή το πιο πρόσφατο “A Bigger Splash” (2015) του Λούκα Γκουαντανίνο.
Το θέμα, όμως, είναι ότι όπως σταδιακά καταρρέουν οι ήρωες της ταινίας λόγω της μυστηριώδους επιρροής μιας άγνωστης γυναίκας που εισβάλλει στο ειδυλλιακό τους καταφύγιο, έτσι βουλιάζει και η ταινία, λυγισμένη από το βάρος των φιλοδοξιών του Άντερσον και παραφορτωμένη από συμβολισμούς που μπορεί να λειτουργούν στο χαρτί αλλά στην οθόνη είναι από ακαταλαβίστικοι έως και παιδαριώδεις.
Το βασικό πρόβλημα εδώ (και υπάρχουν πολλά) είναι ότι οι χαρακτήρες του σεναρίου που υπογράφει ο Άντερσον είναι επιεικώς σχηματικοί, με τους ηθοποιούς να καταλήγουν απλά να περιφέρονται στο κάδρο με μια μόνιμη έκφραση απάθειας. Οποιοδήποτε μυστήριο ή σαγήνη μάς υπόσχεται η εμφάνιση της Κίτι, του χαρακτήρα που υποδύεται η Αριάν Λαμπέντ, πηγαίνει περίπατο, οι διάλογοι είναι επιτηδευμένα αινιγματικοί και οποιαδήποτε απόπειρα εξερεύνησης του τραύματος της οικογένειας στο σύνολο και αυτό του κάθε μέλους της ξεχωριστά είναι εκνευριστικά απλοϊκή.
Και είναι κρίμα γιατί η Αριάν Λαμπέντ (“Attenberg”), που είναι εδώ πιο μαγνητική από ποτέ και ταιριάζει απόλυτα στον κομβικό ρόλο που της έχει δοθεί, κυριολεκτικά χαραμίζεται ανάμεσα σε μια Μακένζι Ντέιβις (“Station Eleven”) που παίζει σε όλη την ταινία με γουρλωμένα μάτια, προφανώς ψάχνοντας πώς να δώσει υπόσταση σε έναν κακογραμμένο χαρακτήρα, ενώ ο Κρίστοφερ Άμποτ (“Girls”) είναι οριακά αφασικός, σαν να πήρε απλά και μόνο την οδηγία να δείχνει όσο πιο καταθλιπτικός γίνεται.
Είναι δύσκολη δουλειά να φτιάξεις μια ταινία ανοιχτή σε ερμηνείες, με ήρωες που λειτουργούν περισσότερο σαν αρχέτυπα, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται είναι πανεύκολο να φτιάξεις μια ταινία που νομίζει ότι ανήκει σε αυτή την κατηγορία.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων