Νύχτες Πρεμιέρας 17: "Lost in France" - Κριτική

Published: 29 Sep 2017, 15:52

‘I like fun and I like music, but I don’t like the two at once. Fuck that!’ Stuart Braithwaite

Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Niall McCann ύφανε ένα ελαφρώς αταίριαστο υφαντό, δημιουργώντας κάτι μεταξύ ενός ντοκιμαντέρ και μιας καταγραφής ενός road trip. Τοποθετώντας την αφήγηση κυρίως στην πόλη Mauron της βόρειας Γαλλίας -εξ ου και ο τίτλος Lost in France- η υπόθεση του μουσικού αυτού ντοκιμαντέρ γυρίζει γύρω από το στήσιμο μίας συναυλίας, σχεδόν 20 χρόνια μετά την αρχική της ημερομηνία και αποτελεί έναν στοχασμό πάνω στη φιλία, το καλλιτεχνικό πάθος και το αντίκτυπο των αλλαγών που επέφερε η μετέπειτα πτώση της ανεξάρτητης μουσικής βιομηχανίας.

Με τους Steward Henderson (The Delgados) και Alex Kapranos (Franz Ferdinand) κυρίως να μιλούν στην οθόνη για τη βιομηχανία, χτίζεται σιγά σιγά η γενικότερη εικόνα της μουσικής σκηνή των ‘90s στη Μεγάλη Βρετανία και του πώς οι μουσικοί αναπτύσσονταν ως καλλιτέχνες. Ένα συχνό φαινόμενο ήταν αρκετοί μουσικοί να δέχονται κρατική αρωγή μέσω επιδομάτων ανεργίας (‘dole’ money, όπως λέγονταν) ή κρατικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων, κάτι για το οποίο, από τη μία, υπήρχε μία μεγάλη επικριτική τάση αλλά, από την άλλη, προσέφερε τον χρόνο στους καλλιτέχνες να αφοσιώνονται στο πάθος τους, δίχως το άγχος του βιοπορισμού. Ταυτοχρόνως, υπήρχαν και ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες, όπως η Chemikal Underground, που υποστήριζαν σθεναρά τους νέους μουσικούς, στην οποία δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην ταινία.

Όμως το ντοκιμαντέρ προχωρά και σε μια πιο προσωπική αφήγηση στιγμών, με τον R.M. Hubbert να μοιράζεται τις σκέψεις του για το πόσο καθαρκτικό είναι να γράφει κανείς μουσική και να βρίσκεται επάνω στη σκηνή. Αυτό στιγμιαία διανοίγει κάπως τον ορίζοντα αναφοράς του ντοκιμαντέρ, που τείνει να αγγίξει μία ευρύτερη γκάμα θεατών, αλλά πολύ γρήγορα επιστρέφει πίσω στην αρχική του μορφή· προσιδιάζει σε κάτι σαν μία φιλική κοινωνική μάζωξη, που όμως δεν είσαι σε καμία από τις αστείες ιστορίες που ακούς. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως υστερεί το ενδιαφέρον για τις ιστορίες ή τους ανθρώπους που βρίσκονται εκεί, αλλά πως απλά δεν νιώθεις ποτέ ιδιαίτερο κομμάτι της παρέας. Έτσι το όλο εγχείρημα καταλήγει να γίνεται κάπως εσωστρεφές, και ίσως ακόμα και αδιάφορο για κάποιον που δεν έχει άμεση σχέση ή επαφή με την indie Βρετανική σκηνή του ‘90.

Η μεγάλη εμπορική επιτυχία που γνώρισε ο Kapranos εννοείται πως επισημαίνεται, όμως κάπου δημιουργεί μία άβολη ανισότητα, εάν αναλογιστεί κανείς πως η επιτυχία του ίδιου δεν μπορεί καν να συγκριθεί με εκείνη των υπολοίπων του ντοκιμαντέρ, που υστερούν σημαντικά. Η όλη ταινία κινείται γύρω από μία μουντή, λιθόστρωτη γαλλική πολίχνη, κάτι που έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την post industrial ατμόσφαιρα της Γλασκώβης του ’90 και μάλλον αυτή η εμμονή με το σκηνικό έχει ως στόχο να βυθιστεί ο κουρασμένος θεατής στις αναμνήσεις των γεγονότων που διαδραματίστηκαν κάποτε.  

Ποικίλες αναφορές στα The Kazoo Club, The 13th Note και Nice ‘n’ Sleazys θα γαργαλήσουν τα αυτιά και τη θύμηση όλων όσων βίωσαν τη σκηνή από πρώτο χέρι το ’90 αλλά ίσως να μην πουν πολλά σε ένα ευρύτερο κοινό. Στην καλύτερη, θα δημιουργηθεί ένα ενδιαφέρον, που ίσως λειτουργήσει ως αφορμή να ψάξει κανείς την γενικότερη εποχή μετά την ταινία, μόνος του.

Ο πυρήνας του Lost in France βρίσκεται στο ότι εξερευνά τα συναισθήματα και τις σχέσεις όλων όσων μαζεύτηκαν για τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ αυτού και μίλησαν για μια κάποια άλλη εποχή, όταν η ανεξάρτητη μουσική βρισκόταν στα πάνω της. Έχοντας όλοι τους βιώσει μία φοβερή επιτάχυνση που τους έφτασε στην κορυφή, εγείρονται ερωτήματα για το πού βρίσκονται πλέον, τόσα χρόνια μετά, με την εποχή της επιτυχίας να είναι απλά παρελθόν... Αν μη τι άλλο, η επανασύνδεση αφήνει ένα μείγμα αυθεντικών αστείων αλλά εξίσου και μία κοινή μελαγχολική αναπόληση.

Ακόμα κι αν ο θεατής δεν γνωρίζει τίποτα απολύτως για εκείνη την εποχή, πιάνει συχνά τον εαυτό του να θέλγεται από το έξυπνο χιούμορ και το πάθος των καλλιτεχνών, ακόμα κι αν οι συζητήσεις τους γίνονται συχνά πολύ προσωπικές. Οι μανιώδεις φαν, θα βρουν το ντοκιμαντέρ ιδιαίτερα διασκεδαστικό και θα νιώσουν αυτόν τον ενθουσιασμό που νιώθει κανείς όταν του θυμίζεις εποχές του παρελθόντος που αγάπησες πολύ, αλλά εν ολίγοις, το όλο εγχείρημα μοιάζει περισσότερο με ένα νοσταλγικό ταξίδι για εκείνους που ήταν κομμάτι των ανεξάρτητων δισκογραφικών εταιρειών και της ίδιας της σκηνής, κι όχι κάποια προσπάθεια επικοινωνίας αυτού του κόσμου με κάποιον εκτός.

6 / 10

Ross John Clark

* O Ross John Clark έζησε την ανεξάρτητη σκωτσέζικη μουσική σκηνή των 90s, τότε που συνέβαινε. Έπαιζε κιθάρα σε ουκ ολίγες μπάντες της εποχής: Flying Matchstick Men (The Matchsticks), Mull Historical Society, Cinefilm, Tender Mercies, The Streetlight Conspiracy, The Oran Social.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Damsel

Damsel

Θα το βρείτε: Netflix

Σύνοψη: Η γλυκιά κόρη ενός βασιλιά ετοιμάζεται για προξενιό με πλούσια φαμίλια για να...
1 ημέρα

BOX OFFICE

Ταινία
4ημέρο
Baghead, από την Spentzos Baghead, από την Spentzos