Συνοψη: Το 1999, η έφηβη Σελέστ επιβιώνει μετά από μια βίαιη τραγωδία. Όταν θα εντυπωσιάσει τραγουδώντας σε μια επιμνημόσυνη δέηση, θα αρχίσει να μεταμορφώνεται σε μία ανερχόμενη ποπ σταρ. Η απότομη πορεία της προς τη δόξα και η παράλληλη απώλεια της αθωότητας της θα συνδεθεί με μια καταστροφική τρομοκρατική επίθεση στο έθνος, ανυψώνοντας την σε ένα άλλο επίπεδο διασημότητας: είδωλο της Αμερικής και παγκόσμια σούπερ σταρ. Το 2017 η, ενήλικη πια Σελέστ ετοιμάζει την μεγάλη καλλιτεχνική επιστροφή της μετά από ένα σκάνδαλο που είχε εκτροχιάζει την καριέρα της.
Άποψη: Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Τορόντο το 2018, με μουσική της Σία και την Νάταλι Πόρτμαν στο ρόλο μιας δημοφιλούς ποπ σταρ, που συνδυάζει όλα τα κλισέ του είδους, ανευθυνότητα, ποτά και ναρκωτικά, παραμέληση της κόρης της, την οποία μάλιστα σε μία μπουνιουελική στιγμή της ταινίας, υποδύεται η ηθοποιός που υποδύονταν και την ίδια, σε μικρή ηλικία. Η Πόρτμαν δίνει μια σχεδόν υστερική ερμηνεία που αναδεικνύει το συγχυσμένο πορτρέτο του χαρακτήρα της και αποκαλύπτει τις κρυμμένες πτυχές του.
Με μία απρόσμενα βίαιη αρχή, ο σκηνοθέτης μας επιφυλάσσει μια εντελώς απροειδοποίητη εισαγωγή στην αιματηρή σχολική ρουτίνα της Αμερικής. Έπειτα, κάπου στο μέσο του φιλμικού χρόνου, έρχεται η 11η Σεπτεμβρίου, να ανακηρύξει τη βία ως μόνιμο και ακλόνητο φόντο της σύγχρονης αμερικάνικης σκηνής. Τέλος, στην τελευταία πράξη, μια τρίτη τρομοκρατική επίθεση, απασχολεί πλέον τους ήρωες μόνο ως πιθανό πλήγμα στην εικόνα της Σελέστ, ένας απλός πονοκέφαλος για τους αντζέντιδες της, μία αφορμή για τους δημοσιογράφους να κάνουν εύστοχες ερωτήσεις και αυτό επειδή οι τρομοκράτες φορούσαν κάποιες μάσκες από ένα video clip της. Είναι κατά βάθος όμως, αυτή η επίθεση κάτι πολύ παραπάνω. Είναι ο τρόπος με τον οποίο η ταινία, εντελώς διακριτικά αλλά από την άλλη αμεσότατα, ακριβώς κάτω από τη μύτη μας, αποκαλύπτει τις πραγματικές προθέσεις του μύθου της, συσχετίζοντας την κενότητα του lifestyle με την ανησυχητική, αβέβαιη πραγματικότητα που υποθάλπει.
Γι’ αυτό και η ατμόσφαιρα της ταινίας, ακόμη και στις πιο ανέμελες σεναριακά σκηνές, είναι συνεχώς απειλητική, με τα μουντά χρώματα του φιλμ, τα υπόκωφα low angle των ουρανοξυστών, τα τούνελ και τους κενούς δρόμους, τους τίτλους τέλους που πέφτουν σε απόλυτη σιωπή μετά την επιδεικτική φασαρία, όλα να δίνουν την αίσθηση ότι η πραγματική εικόνα για κάποιον ακαθόριστο λόγο, είναι πιο σκοτεινή από αυτή που οι ήρωες αντιλαμβάνονται και από αυτή που τα γεγονότα αφήνουν να εννοηθεί. Αυτή η ανισορροπία ανάμεσα σε περιεχόμενο και ύφος υπογραμμίζεται και από τον αφηγητή, που παρεμβαίνει όταν χρειάζεται, να δώσει τις απαραίτητες πληροφορίες και σχόλια στη βιογραφία της ηρωίδας μας. Πράγματι, η αφήγηση του Willem Dafoe, αποστασιοποιημένη, και σοβαροφανής μοιάζει αρχικά εντελώς παράταιρη με το ανέμελο ταξίδι των κοριτσιών στον κόσμο της ποπ βιομηχανίας, αλλά τελικά προδίδει το δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης της ιστορίας, συνδέοντας την έξαλλη έξαρση βίας των ημερών, με την απάθεια του κοινού της, με την κενότητα και ματαιοδοξία της ηρωίδας.
Έτσι, το Vox Lux λειτουργεί ως μια άριστα καμουφλαρισμένη παραβολή, περίτεχνα, χωρίς μεγαλόστομους συμβολισμούς, διδακτικούς μονολόγους ή γενικά οποιοδήποτε εξωαφηγηματικό στοιχείο, σε ένα σενάριο που δεν έχει ούτε μία κακογραμμένη σκηνή, παρόλο που φαίνεται σαν να μη βασίζεται σε κανέναν ξεκάθαρο άξονα.
Όσο πιο κοντά έρχεται λοιπόν ο θεατής στον ψυχικό κόσμο της Σελέστ, όσο προσπαθεί να πλησιάσει τη βαθύτερη αλήθεια της, αρχίζει να υποψιάζεται ότι δεν υπάρχει τίποτα να ανακαλύψει, ότι ήταν εξ αρχής τόσο πεζή όσο έδειχνε. Και με την τελευταία σκηνή, με την πολυαναμενόμενη συναυλία της δημοφιλούς σταρ, που χτυπιέται γεμάτη χαμόγελα και γκλίτερ μπροστά στο ενθουσιασμένο κοινό της, ο σκηνοθέτης επισφραγίζει τη μοίρα της, επιλέγοντας μια λιγότερο κολακευτική οπτική, ακολουθώντας με επιφύλαξη, σχεδόν αμηχανία, τις χορευτικές κινήσεις μια κουρασμένης τραγουδίστριας, που κουνιέται μηχανικά, τυφλωμένη από τα φώτα, ήσυχη όμως γνωρίζοντας ότι σε αντίθεση με τον σκωπτικό αφηγητή και τον ανικανοποίητο σκηνοθέτη, το κοινό της δεν ζητά τίποτα παραπάνω από αυτήν.
Έτσι η Σελέστ, από προϊόν των καιρών της, γίνεται καθαρόαιμο σημάδι και αποπροσανατολισμένο τέκνο τους. Θύμα μίας ένοπλης επίθεσης και η ίδια, είχε όλα τα φόντα μιας δραματικής ηρωίδας, έγινε αντί αυτού, σύμβολο της ανίκητης ρηχότητας του 21ου πρώτου αιώνα, αφού, απολύτως δικαιολογημένα βέβαια, το μόνο που ήθελε, ήταν να ξεχάσει και τελικά μόνο αυτό κατάφερε.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων