Tι άλλο μένει να επιπωθεί για τον Κρίστοφερ Νόλαν;
Από το πρωτοποριακό ξεκίνημά του με το Memento μας εντυπωσίασε, με την ανάσταση του Batman franchise έκλεψε τις καρδιές μας: Έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα στυλ κινηματογραφικής δημιουργίας μοναδικά δικό του.
Ελάχιστοι δημιουργοί προκαλούν τέτοιο buzz πριν την κυκλοφορία της νέας ταινίας τους. Αλλά μαζί με την προσμονή, έρχονται και οι προσδοκίες, οι απαιτήσεις.
To Oppenheimer εξιστορεί πως η ανθρωπότητα οδηγήθηκε στην κατασκευή της ατομικής βόμβας. Η ηθική, η φήμη, η ισχυρή αντιπάθεια, στοβιλίζονται ανάμεσα σε οπτικές λιχουδιές που κατακλύζουν το πλάνο.
Με συνήθη τακτική του τις υπερφιλόδοξες θεματικές, ο Νόλαν καταπιάστηκε με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο με το πεδίο των ονείρων και έγραψε ιστορία στο «Inception», το αριστούργημά του κατά τον υπογράφοντα. Η ικανότητά του να συσσωρεύει τεράστιο όγκο πληροφοριών και με κάποιον τρόπο οι θεατές να θέλουν ακόμη περισσότερες, έχει γίνει ένα από τα trademarks του.
Παρ’όλα αυτά, δεν είμαι σίγουρος ότι η συγκεκριμένη μεθοδολογία ήταν η πιο αποτελεσματική προσέγγιση για το Oppenheimer. O Nόλαν προσπαθεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τον πρωταγωνιστή του, μέσα από έναν βομβαρδισμό σημειώσεων για την ζωή του. Αυτό το χαοτικό στυλ αφήγησης αφήνει πολλούς δευτερεύοντες χαρακτήρες ελλειπώς ανεπτυγμένους, μια προϋπόθεση που οφείλει να αποδεχθεί ο θεατής, αλλά λιγότερο εύπεπτη από ότι σε προηγούμενες ταινίες του.
Από την αρχή, ο ρυθμός είναι σκόπιμα ταχύς και ξεσηκωτικός, με συνεχή μπρος-πίσω στο χρονοδιάγραμμα της πλοκής, μη γραμμική αφήγηση, αλλά μετά την πρώτη ώρα αναρωτιώμουν τι πραγματικά είχα μάθει για το παρελθόν του Oppenheimer: μου είχε σερβιριστεί σαν ένα γκουρμέ ορεκτικό, νόστιμο, αλλά μάλλον χωρίς ουσία.
Και εκεί που νομίζεις ότι θα κόψει ταχύτητα για να μας δώσει την ευκαιρία να χωνέψουμε όσα μας τάισε, συνεχίζει με τον ίδιο ρυθμό στο επόμενο θέμα που θέλει να χωρέσει στην αφήγησή του. Δεν βρήκα την πρώτη πράξη του φιλμ, τόσο σχετική με την ιστορία. Πολλά από τα φλασμπάκ που χρησιμοποιήθηκαν μεταγενέστερα στο φιλμ, θα μπορούσαν να καλύψουν πολλά από όσα συνέβησαν εδώ και να μειώσουν κάπως την νωθρή 3ωρη διάρκεια της ταινίας.
Άλλη μια παραίτερη απόσπαση της προσοχής μας, ήταν το σάουντρακ. Αυτή την φορά όχι από τον Χανς Ζίμερ, αλλά από τον Λούντβιγκ Γκόρανσον (με τον οποίο είχε συνεργαστεί και το Tenet) και την δυναμική γαρνιτούρα του με σκοπό να ενισχύσει το δράμα. Σε μια καρμική πασιφανής αντίθεση με το σινεμά των Κοέν (και τον άκρατο μουσικό μινιμαλισμό στο «No country for old men» π.χ.), εδώ η αδυσώπητη παρτιτούρα της μουσικής διαποτίζει τον διάλογο σχεδόν σε κάθε σκηνή, με αποτέλεσμα να σε αποσπά από τις δράσεις των χαρακτήρων, αντί να τις συμπληρώνει.
Η δεύτερη πράξη ήταν μακράν η πιο ενδιαφέρουσα και ουσιαστική της ιστορίας: η κατασκευή της βόμβας.
Ο Oppenheimer διορίζεται να επιβλέπει το Manhattan Project, το οποίο επιλέγει τα μεγαλύτερα μυαλά της επιστήμης στη χώρα για να ξεπεράσει τους ανταγωνιστές και να δημιουργήσουν πρώτοι την ατομική βόμβα. Αν και ο λόγος είναι γεμάτος με επιστημονική ορολογία, αυτό το κομμάτι είναι συναρπαστικό ακόμα και για εμάς που μπορεί να μην τα πήγαμε καλά στο μάθημα της χημείας του Λυκείου.
Στην δεύτερη πράξη μας συστήνεται επίσης και ο χαρακτήρας της Έμιλι Μπλαντ, η οποία λάμπει στον ρόλο της συζύγου του Oppenheimer και αποδεικνύει ξανά την ερμηνευτική της δεινότητα κλέβοντας την παράσταση σε κάθε σκηνή που εμφανίζεται.
Η συναρπαστική φύση της σχέσης του Oppenheimer και της Kitty, θα μπορούσε να είχε αξιοποιηθεί καλύτερα ως το επίκεντρο της ιστορίας και να μας χαρίσει μια πιο πλήρη κατανόηση του ανθρώπου που τελικά έγινε ο «Πατέρας της Ατομικής Βόμβας», και η γυναίκα που στάθηκε ακλόνητη στο πλευρό του. Είναι αυτή που υπενθύμιζε τα απαραίτητα reality checks όταν χρειαζόταν, ήταν η φωνή λογικής του Oppenheimer μέσα σε βαθιά παράλογες συνθήκες. Αυτές οι σπάνιες σκηνές προσδίδουν μια αναζωογονητική εσωτερική σύγκρουση που φαίνεται να απουσιάζει απέναντι στο προφανές ηθικό δίλημμα που το σενάριο επιχρωματίζει σποραδικά.
Η ταινία υπαινίσσεται ότι οι δυο τους δεν ήταν σωστοί γονείς για τα μικρά παιδιά τους κατά τα χρόνια που αφιερώθηκαν στην κατασκευή της βόμβας, ενώ το θέμα αλκοολισμού της Kitty, αντιμετωπίζεται αρκετά διακριτικά και συνολικά δεν καταφέρνει να μας κάνει να αισθανθούμε πραγματικά τον αντίκτυπο που είχε αυτή η περίοδος πάνω τους.
Τέλος, φτάνουμε στη δοκιμή έκρηξης της βόμβας, η οποία απεικονίζεται αριστοτεχνικά, δείχνοντας την αληθινή ιδιοφυΐα του Nolan για την αποτύπωση των πιο επικών φαινομένων της ζωής. Είναι η υπογραφή του και μας προσφέρει αληθινή ικανοποίηση, παρά την κάπως αδιευθέτητη κλιμάκωσή της. Αν ρίξετε μια ματιά στο ρολόι σας τώρα, θα συνειδητοποιούσατε ότι υπάρχουν ακόμη πολλά που θα ακολουθήσουν και ίσως αναρωτιέστε τι θα μπορούσε να ξεπεράσει την έκρηξη.
Τίποτα.
Η τρίτη πράξη εμβαθύνει στον απόηχο της ρίψης της ατομικής βόμβας των ΗΠΑ στην Ιαπωνία, ενώ ένας διχασμένος και μετανιωμένος Oppenheimer προσπαθεί να επηρεάσει την κυβερνητική πολιτική για να κάνει το σωστό, με τη δύναμη που τους έχει παραδώσει. Δεν τα καταφέρνει: θα κάνουν αυτό που εξυπηρετεί τα συμφέροντα τους και στο τέλος τον δυσφημούν. Η τελευταία ώρα της ταινίας παρουσιάζει την αντιπαράθεση μιας κατάθεσης και μιας ακρόασης που συχνά δίνει την αίσθηση ενός θεατρικού έργου, όπου πολλοί χαρακτήρες συνδυάζονται με τέλεια χρονομετρημένα
Ατάκες που διαδέχονται η μία την άλλη σχεδόν υπερβολικά ρυθμικά. Επιπλέον, η ταινία μοιάζει με έναν φόρο τιμής διάσημων ηθοποιών στον Νόλαν. Με ένα καστ a-listers, ίσως ένας άλλος παράγοντας που συνέβαλε στη διάρκεια της ταινίας ήταν η απροθυμία να κοπούν σκηνές και ατάκες τους, ενώ υπήρχαν αρκετές αλληλεπιδράσεις που ήταν σαφώς περιττές και άσκοπες.
Όσοι γνωρίζουν τη φιλμογραφία του Nolan θα περίμεναν μια αναπόφευκτη ανατροπή στο τελευταίο ημίωρο και το "Oppenheimer" την διαθέτει μεν στα χαρτιά, δεν την αισθάνεσαι όμως τόσο σαν ανατροπή, καθώς ίσως μειώθηκε κάπως η προσοχή σου μέχρι τότε στην πλοκή που ο Νόλαν αποφάσισε να αναβαθμίσει ως απόλυτα σημαντική.
Το μήνυμα του φιλμ είναι στοχαστικό και εφαρμόσιμο και με τον Oppenheimer να μιλά με γρίφους μέχρι το τελευταίο καρέ, η πρόθεση είναι συγκεκριμένη και προορισμένη να αντηχήσει στις συνειδήσεις, όμως μετά από μια τόσο εντυπωσιακή διαδρομή, τελικά μάλλον σε αφήνει με ια υποτονική γεύση.
Λίγο προς το τέλος της ταινίας ανυπομονούσα για ένα τακτοποιημένο συμπέρασμα.
Lee Anduze
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων