Σύνοψη: Η σκηνοθέτρια Μονά Ασάς προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει το αίνιγμα της αυτοκτονίας της μητέρας της, της συγγραφέα και φωτογράφου Καρόλ Ασάς, και κατά βάση να συμφιλιωθεί μαζί της, ανασυνθέτοντας τη ζωή της τελευταίας με οδηγό το προσωπικό της αρχείο: χιλιάδες γραπτά, φωτογραφίες αλλά και ηχογραφήσεις της. Παράλληλα, επιστρατεύει την Μαριόν Κοτιγιάρ για να την υποδυθεί, δημιουργώντας ένα υβριδικό φιλμ με στοιχεία docudrama.
Άποψη: Το «Μικρό θλιμμένο κορίτσι» της Ασάς («βαφτισμένο» από το Little Girl Blue της Τζάνις Τζόπλιν) με έναν τρόπο έχει ήδη γράψει ιστορία, ανεξάρτητα από τις όποιες κινηματογραφικές αρετές του.
Κι αυτό γιατί δημιούργησε το πρωτοφανές παράδοξο του να απονέμεται Βραβείο Σεζάρ Α’ Γυναικείου Ρόλου στην πρωταγωνίστρια ενός… ντοκιμαντέρ.
Πράγματι, είναι σχεδόν εθιστικό να παρακολουθείς την Κοτιγιάρ να εξαφανίζεται σε φυσικό χρόνο μέσα στα ρούχα, την περούκα και τα γυαλιά της Καρόλ, να «γίνεται» εκείνη τόσο αβίαστα και συγχρόνως αφοσιωμένα.
Κι όμως η συγκεκριμένη ταινία είναι πολλά παραπάνω από το ερμηνευτικό tour de force της πρωταγωνίστριάς της, μιας και η (νεότερη) Ασάς παραδίδει μια καλειδοσκοπική χαρτογράφηση του βίου και της πολιτείας της μητέρας της, μια γενναία ψηλάφηση του διαγενεακού τραύματος στο δρόμο προς την – όποια – κάθαρση.
Η Γαλλο – Μαροκινή σκηνοθέτρια προσπαθεί να καταλάβει και, όπως αποδεικνύεται στην πορεία του φιλμ, να συγχωρέσει. Και το κάνει με τον τρόπο που κυλάει στα γονίδια του αιώνια μητριαρχικού οικογενειακού της δέντρου, παράγοντας ένα καλλιτεχνικό έργο – απόπειρα να ξορκίσει τους «μητρικούς» δαίμονες, να τους αντιμετωπίσει κατάματα.
Συγκεκριμένα, τόσο η Καρόλ Ασάς όσο και η μητέρα της, η διάσημη συγγραφέας Μονίκ Λανγκ, είχαν γράψει ολόκληρα βιβλία για την σχέση τους με τις μητέρες τους, σχέσεις που τις όριζε ο πόνος και η (συνενοχή στην) κακοποίηση, καταδικασμένες με έναν τρόπο σχεδόν μεταφυσικό να αναπαράγονται στο διηνεκές. Σαν ένα άτυπο τελετουργικό μύησης στην σκληρότητα αυτού του κόσμου που επαναλαμβάνεται από μάνα σε κόρη, διατρέχοντας τις δεκαετίες με μια νομοτέλεια που μοιάζει αναπόδραστη.
Από την άποψη αυτή, ο πυρήνας του φιλμ (όσο κι αν δεν το κραυγάζει) ενέχει τεράστια βαρβαρότητα, μιας και πληροφορούμαστε την ύπαρξη διαγενεακών περιστατικών παιδοβιασμών ή/και μαστροπείας.
Παρόλα αυτά, η αφήγηση ποτέ δεν εκπίπτει στη φτήνια μιας «σοκαριστικής εξομολόγησης» που ως μοναδικό στόχο έχει το να ξεσκεπάσει τα ένοχα μυστικά μερικών αναγνωρίσιμων προσωπικοτήτων της Γαλλίας. Αντιθέτως, η ματιά της Μονά είναι νηφάλια: οι ίδιοι άνθρωποι που πραγματώνουν ή κάνουν τα στραβά μάτια στην παιδοφιλία μπορεί να είναι ταυτόχρονα καλλιτέχνες ασύλληπτου διαμετρήματος, μέντορες σπάνιοι κι επιδραστικότατοι ακόμα και για τα ίδια τους τα θύματα.
Το να συνυπάρχεις στους ίδιους κύκλους με τον Ζαν Ζενέ, τη Μαργκερίτ Ντυράς και γενικότερα την αφρόκρεμα της ευρωπαϊκής, προοδευτικής διανόησης (όπως συνέβαινε με την μητέρα του «μικρού, θλιμμένου κοριτσιού» και γιαγιά της σκηνοθέτριας) φαίνεται να είχε ένα πολύ βαρύ ηθικό τίμημα.
Το ίδιο κι ο δρόμος προς την απόλυτη ελευθερία, ατομική και κοινωνικοπολιτική, την οποία επιδίωξε με συνεπή ζέση η Καρόλ στα απόνερα του Μάη του 68, μια περίοδο που η Μονά ιχνηλατεί με πραγματικό νοιάξιμο για την μητέρα της, προσπαθώντας να κατανοήσει την μετάβαση από την α λα Vagabond νιότη της στον οικιακό κομφορμισμό των 80s.
Έτσι, το «Μικρό Θλιμμένο Κορίτσι» τελικά είναι ένα θαρραλέο υβρίδιο οικογενειακού άλμπουμ, βιογραφίας, ψυχανάλυσης αλλά και κοινωνικού σχολίου. Και, παραδόξως, το ιδιαίτερο αυτό κράμα πετυχαίνει.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων