Θα το βρείτε: Cosmote TV
Σύνοψη: Λονδίνο, το σωτήριο έτος 1934. Ο Jimmy Erskine είναι κριτικός θεάτρου με μεγάλο κύρος στον χώρο του για την εφημερίδα The Daily Chronicle.
Όταν έρχεται λόγω οικονομικών δυσχερειών η ώρα των περικοπών στο προσωπικό του μέσου, ο Jimmy φοβάται πως δεν αργεί η σειρά του να μείνει εκτός. Γι’ αυτό και θα επιστρατεύσει όλα τα διαθέσιμα μέσα για να αποφύγει αυτό το ενδεχόμενο, συμπεριλαμβάνοντας στα σχέδιά του και τη Nina, μια ηθοποιό του θεάτρου για την οποία έχει γράψει ιδιαίτερα καυστικά κείμενα ακόμη και πολύ πρόσφατα.
Άποψη: «Αν κάτι μας μαθαίνει η λογοτεχνία, είναι πως κανείς δεν είναι άγιος», λέει κάποια στιγμή ο χαρακτήρας του Jimmy Erskine που υποδύεται ο Ian McKellen, και αυτή θα ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα σεναριακή πινελιά αν η ιστορία δεν έπαιρνε την τελική της τροπή, που μάλλον απογοητεύει αν δει κανείς τα συστατικά της αρχικής συνταγής, τόσο σε επίπεδο ιδεών όσο και σε επίπεδο συντελεστών.
Ο πρωταγωνιστής του McKellen (εξαιρετικός για μια ακόμη φορά χωρίς καν να λαμβάνει πολύτιμη βοήθεια από το κείμενο ή να προσπαθεί σε υπερβατικό βαθμό) είναι οπωσδήποτε ένας ιδιότροπος άνθρωπος, ακόμη και δυσάρεστος, όμως όσο εξελίσσεται η πλοκή φανερώνονται και πλευρές του που έχουν μια πιο ευάλωτη υφή.
Άρα εύλογα συμπεραίνει κανείς πως η προαναφερθείσα φράση είναι κάτι σαν επίκληση της πένας του Patrick Marber σ’ ένα επίπεδο ενσυναίσθησης το οποίο ξεπερνάει μια επιδερμική αποστροφή απέναντι σε κάποια αντιδημοφιλή γνωρίσματα για να βρει μια ομορφιά που βρίσκεται κάτω από το περίβλημα. Κάπως κλισέ προσέγγιση μεν, αλλά όχι λανθασμένη κατά βάση.
Αυτή η αρχική εντύπωση ανατρέπεται στη συνέχεια όταν λαμβάνουν χώρα πολύ συγκεκριμένες εξελίξεις, οπότε και πλέον η πρόταση αυτή αποκτά ένα άλλο νόημα, είναι το άλλοθι ενός ανθρώπου ουσιαστικά κακού για να δικαιολογήσει ακόμη και αποτρόπαιες πράξεις του.
Η νέα αυτή ερμηνεία αποστερεί από το φιλμ όσους πόντους ωριμότητας έχει καταφέρει να μαζέψει προγενέστερα από άλλες, πιο εμπνευσμένες στιγμές του, και το καθιστά αφόρητα ηθικοπλαστικό και μπανάλ. Ειδικά από τη στιγμή που για να προκύψει μια κορύφωση που αρμόζει σε θρίλερ για να αυξηθεί και το ενδιαφέρον (ενώ η πορεία της υπόθεσης για πολλή ώρα δεν προϊδεάζει για μια τέτοια αλλαγή κατεύθυνσης, ενδεικτικά μέχρι και χιουμοριστικές πινελιές εντοπίζονται στο πρώτο ημίωρο), αρκετοί από τους ήρωες προχωρούν σε αποφάσεις που από ψυχολογική σκοπιά φαντάζουν αναντίστοιχες σε σχέση με την εικόνα που έχουν δείξει οι ίδιοι προηγουμένως.
Κάπως έτσι, το αποτέλεσμα καταλήγει αυτοακυρωμένο σε πολλά μέτωπα.
Η φιλότιμη προσπάθεια στο πεδίο της αναπαράστασης του χρονικού πλαισίου, μια εκλεπτυσμένη δουλειά στη μουσική επένδυση από τον Craig Armstrong και μια δυνατή υποστηρικτική ερμηνεία από τον Mark Strong που αναπληρώνει τις αδυναμίες του ρόλου του στο πώς έχει γραφτεί ως σιγοντάρισμα του εκπληκτικού McKellen, ο οποίος παραμένει το δυνατότερο χαρτί του όλου πακέτου, δεν αρκούν για να «ανυψώσουν» ένα σύνολο που δεν πείθει ειδικά για τις ιδιαίτερες απαιτήσεις που πάντα κουβαλάει μαζί του το είδος της ταινίας εποχής.
Κρίμα για τον Anand Tucker που έχει επιλέξει να είναι ακριβοθώρητος ως σκηνοθέτης στο σινεμά (η τελευταία του σχετική δουλειά ήταν πριν δεκατρία χρόνια).
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων