Berlinale 2024: Το "La cocina" δεν είναι το food porn που περίμενες
Βρισκόμαστε με την παρέα μας σε ένα εστιατόριο-αλυσίδα. Κάποιος έχει γενέθλια και έχουμε ζητήσει μετά το φαγητό, να έρθει και ένα γλυκό με ένα κεράκι. Σερβιτόροι έρχονται να πάρουν την παραγγελία, λίγο αργότερα φέρνουν τα φαγητά, έπειτα το γλυκό τραγουδώντας “Να ζήσεις και χρόνια πολλά”. Πληρώνουμε, άλλοτε αφήνοντας κάποιο φιλοδώρημα, άλλοτε όχι, και φεύγουμε. Η έξοδος μας ολοκληρώνεται, και σίγουρα δεν θα μας απασχολήσει κάτι περισσότερο από αυτό το ευχάριστο δίωρο που περάσαμε. Αδιαμφισβήτητα ούτε θα θυμόμαστε μετά από μερικές μέρες τα πρόσωπα των σερβιτόρων μας, που ίσως να μην ξαναδούμε και ποτέ.
ΣΧΕΤΙΚΑBerlinale 2024 - Ιζαμπέλ Ιπέρ: "Η ζωή δεν είναι τα social media, ελπίζω..."
Ο Alonso Ruizpalacios με την νέα του ταινία La Cocina όμως μας προ(σ)καλεί να κοιτάξουμε λίγο καλύτερα, και να διακρίνουμε τι γίνεται πίσω από την πόρτα που γράφει «Κουζίνα: μόνο για προσωπικό», πίσω από τα τηγάνια και τις μεγάλες ποσότητες φαγητό που τακτοποιούνται σε λευκά πιάτα. Βασισμένη στο θεατρικό έργο του Βρετανού συγγραφέα Άρνολντ Ουέσκερ, ο ποίος συχνά καταπιανόταν στα κείμενα του με θέματα που αφορούσαν την εργατική τάξη και πώς μπορεί κανείς να αντιδράσει στα παρόντα κοινωνικά συστήματα, η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του είναι μια κωμικοτραγική ταινία για τους αφανείς εργαζόμενους που ετοιμάζουν το φαγητό μας, και ζουν μια ημι-προσωρινή ζωή.
Σε ένα τουριστικό εστιατόριο στη Νέα Υόρκη που εξυπηρετεί χιλιάδες τουρίστες κάθε μέρα, έχουν εξαφανιστεί χρήματα από το ταμείο και όλοι οι εργαζόμενοι καλούνται να δώσουν εξηγήσεις. Οι περισσότεροι είναι παράνομοι μετανάστες και προσπαθούν να υπερασπιστούν τη δουλειά τους, χωρίς την οποία κινδυνεύουν να σταλούν πίσω στη χώρα τους. Ανάμεσα σε ασύλληπτους ρυθμούς εργασίας, ένας από τους μάγειρες, ο μεξικανός Πέδρο (Raúl Briones Carmona) είναι ερωτευμένος με την αμερικανίδα σερβιτόρα Τζούλια (Rooney Mara), η οποία όμως δεν μπορεί να αφιερωθεί σε εκείνον. Ο υπεύθυνος αναζητά τον κλέφτη, ο σεφ δίνει εντολές για να συνεχίζεται απρόσκοπτα η γραμμή παραγωγής, και ο ιδιοκτήτης υπόσχεται πως θα βοηθήσει τους υπαλλήλους, δίνοντας τους ψεύτικες ελπίδες, για να συνεχίσουν να δουλεύουν παράγοντας ασταμάτητα.
“Όταν ήμουν φοιτητής, δούλευα σε ένα rainforest cafe, το οποίο είναι ένα εστιατόριο, με πιάτα ακριβώς αντίθετα από αυτά που φανταζόμαστε όταν ακούμε τη λέξη ‘food-porn”, είπε ο σκηνοθέτης στην συνέντευξη τύπου που παραχώρησε στο 74ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου. “Με ενδιέφερε η συλλογική εμπειρία του να είσαι με άλλους ανθρώπους που κάνετε το ίδιο πράγμα, αλλά μόλις έρχεται η στιγμή να βιαστείς για να αντεπεξέλθεις στις ασταμάτητες παραγγελίες, όλοι είναι για τον εαυτό τους. Ένα τέτοιου είδους εστιατόριο είναι η απόλυτη εκδήλωση του καπιταλισμού σήμερα κι αυτό ήθελα να αναδείξω. Την παραγωγή που δεν σταματά και σε εξαθλιώνει. Κάποιοι εργαζόμενοι μπορεί να είναι πολύ καλοί μάγειρες, αλλά δεν έχουν χρόνο να αναδείξουν το ταλέντο τους, και αυτή η ανάγκη επανάληψης που έχει η δουλειά τους καταλήγει να σκοτώνει το όποιο ενδιαφέρον έχουν για τη μαγειρική...”
Με ασπρόμαυρα πλάνα που χαρίζουν μια διαχρονική αίσθηση, o Ruizpalacios καταφέρνει να μην κουράσει και να αποφύγει τους διδακτισμούς σχετικά με το πώς πρέπει να νιώθουμε στην καπιταλιστική σύγχρονη κοινωνία, αλλά τα συναισθήματα και οι προβληματισμοί θα προκύψουν αβίαστα. Οι σκηνές του γεμάτες αντιθέσεις και νεύρο, άλλοτε θα μας κάνουν να γελάσουμε, άλλοτε θα νιώσουμε ένα σφίξιμο. Τα θέματα όμως με τα οποία ασχολείται ο σκηνοθέτης φέρνουν στο προσκήνιο συζητήσεις πολυεπίπεδες. “Πάντα ήθελα να κάνω μια ταινία σχετικά με το τι συμβαίνει αφότου περάσει κάποιος τα σύνορα”, δηλώνει ο Ruizpalacios. “Υπάρχουν πολλές που δείχνουν αυτή την προσπάθεια, θα έλεγε κανείς πως αποτελεί και είδος ίσως, αλλά πολύ λίγοι μιλούν για το τι συμβαίνει έπειτα, στην άλλη πλευρά. Για εμένα αυτό είναι το σημείο εκκίνησης”.
Σαφέστατα η ταινία είναι πολλά παραπάνω. Ο νοτιοκορεάτης φιλόσοφος Byung-Chul Han θόγοντας την έννοια του χρόνου και της ταχύτητας, θα μιλήσει για το burn-out, ορίζοντάς το ως τον επώδυνο, μακροχρόνιο πνιγμό σε αναρίθμητες εργασίες, λειτουργίες, και λίστες υποχρεώσεων, που μπορεί να στερούνται νοήματος και σημασίας, κι έτσι κάθε αίσθηση σκοπού ξεθωριάζει, τα καθήκοντα γίνονται μάταια, και η εργασία άσκοπη. Μέσα από μια καθημερινή ημέρα για τους μάγειρες καταλαβαίνουμε απόλυτα τι εννοεί. Ο Γερμανός πολιτικός φιλόσοφος Hartmut Rosa θα μιλήσει για την αδιάκοπη επιτάχυνση της παραγωγικότητας του σύγχρονου ανθρώπου στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας, και για το διαρκές κυνήγι του χρόνου, με αποτέλεσμα την εξουθένωση του σύγχρονου ανθρώπου. Η βιασύνη είναι αυτό που καλλιεργεί την αλλοτρίωση, αφού πλέον δεν υπάρχει χρόνος για γνήσια επαφή, και η ταχύτητα που απαιτείται από τον σύγρονο άνθρωπο τον εξουθενώνει, και εκτός της εργασίας του, διεισδύοντας εντός του ίδιου του του ψυχισμού. Σε αυτή την αλυσιδωτή διαδικασία, ο σύγχρονος άνθρωπος ασθμαίνει δίχως να μπορεί να σταματήσει την παραγωγή του. Εκεί έρχεται στο φινάλε ο Pedro και επιχειρεί (μάταια άραγε;) να διακόψει αυτόν τον αέναο κύκλο, με μία κορύφωση της ψυχικής του κατάστασης που γίνεται ξέσπασμα και καυγή.
Ο σκηνοθέτης φαίνεται να αντιλαμβάνεται πολύ καλά την σύγχρονη κοινωνία και κλείνει το μάτι στον σύγχρονο θεατή, προβλέποντας την πιθανή κούραση των 139 λεπτών της ταινίας του. Έτσι δίνει μια εμβόλιμη σκηνή διαλείμματος, στο ίδιο το διάλειμμα των μαγείρων, όπου μια ετερόκλητη φαινομενικά παρέα, θα καθίσει να καπνίσει το τσιγάρο της και να μιλήσει για τα όνειρά της. Γιατί ας το παραδεχτούμε, πόσοι θα καταφέρουμε να μην κοιτάξουμε το ρολόι μας έστω και μια φορά σε μια ταινία που διαρκεί πάνω από δύο ώρες; Όταν όμως μια ταινία χαρακτηρίζεται από τραγελαφικό χιούμορ, ειλικρινείς προθέσεις, εξαιρετική κινηματογραφική ματιά δια χειρός του Juan Pablo Ramírez, μια δυνατή θεατρική υπόσταση και εξαιρετικές ερμηνείες, με τον Carmona να ξεχωρίζει ιδιαιτέρως αλλά και τους υπόλοιπους ρόλους να φέρνουν κάτι από την προσωπικότητά τους στην εξιστόρηση, τι άλλο να ζητήσει κανείς;
Με αφορμή την ταινία διαβάζονται και τα:
HAN, Byung-Chul, “Η κοινωνία της κόπωσης”, Αθήνα: Όπερα, 2015
ROSA, Hartmut, “Επιτάχυνση και Αλλοτρίωση, Για μια Κριτική Θεωρία της Χρονικότητας στην Ύστερη Νεωτερικότητα”, Αθήνα: Πλήθος, 2021
Από τα έργα του Ουέσκερ, στα ελληνικά υπάρχει μεταφρασμένο μόνο το ΟΥΕΣΚΕΡ, Άρνολντ, “Οι τέσσερεις εποχές”, Αθήνα: Δωδώνη, 1977.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων