65ο ΦΚΘ: Το "Κυνήγι" είναι στιβαρό, τραχύ, αυθεντικό
Ο Γιάννης, ένας μοναχικός σιδεράς, βρίσκει ευχαρίστηση στο κυνήγι. Ο διπλανός του γείτονας, ο Ηλίας, κακομεταχειρίζεται τον σκύλο του. Ενόσω ο Ηλίας δουλεύει τα βράδια σεκιούριτι, ο σκύλος μένει κλεισμένος στο μπαλκόνι, κλαίγοντας και γαβγίζοντας ασταμάτητα. Όταν ο Γιάννης χάσει την από χρόνια αποξενωμένη μητέρα του, η σύγκρουση με τον Ηλία μοιάζει αναπόφευκτη.
ΣΧΕΤΙΚΑ"Kάθε ζώο έχει τα όριά του". Δες 3 teaser από το "Κυνήγι" του Χρήστου Πυθαρά
Σκληρός και τραχύς ο Γιάννης. Λίγα λόγια, ξεκάθαρα, δείχνει όμως ότι δεν ευχαριστιέται τη ζωή. Χωρίς φίλους, του αρέσει η φουρνάρισα της περιοχής, αλλά διστάζει να της μιλήσει, ίσως και να μην ξέρει ή να μην θυμάται πως.
Μόνος, αφοσιωμένος στη δουλειά του χωρίς να την απολαμβάνει ("σίδερα είναι"), αποξενωμένος από την μητέρα του τα τελευταία χρόνια πριν πεθάνει, όταν επιστρέφει στο χωριό για τα διαδικαστικά και εκεί μιλά με ελάχιστους, ακόμα και με την παλιά του αγάπη, λένε λίγα: είναι πλέον παντρεμένη με παιδιά.

Συμπαθεί μόνο το πιτ μπουλ του (βραδινού σεκιουριτά) γείτονα που δεν αφήνει τη γειτονιά να κοιμηθεί τα βράδια γιατί γαβγίζει και κλαίει μιας και το αφήνει μονίμως έξω στο μπαλκόνι όλο το βράδυ. Και το κακοποιεί, ο ίδιος νομίζει ότι το εκπαιδεύει να γίνει σκληρό, να επιτίθεται, να δαγκώνει, αλλά αυτό είναι μια ψυχούλα που θέλει αγάπη και φαγητό. Κάθονται παρεάκι το βράδυ, γίνονται φίλαράκια. Ο ίδιος απολαμβάνει μόνο το κηνύγι που και που στην άγρια φύση, γαληνεύει. Αλλά είναι συνειδητοπιημένος κυνηγός ή όποτε κάτσει; Και τι σημαίνει το πρώτο από τα δύο; Ποιος αποφασίζει αν θα αφαιρέσει μια ζωή? Και μετά "τα πουλιά δεν τρώγονταν", μήπως από ενοχές;
Ο Χρήστος Πυθαράς επιστρέφει με την δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του μετά την "Ευτυχία", εντελώς αφοσιωμένος στον ήρωά του. Τον ακολουθεί στενά, καταγράφει όλα του τα συναισθήματα (όσα τέλος πάντων μας επιτρέπει να νιώσουμε, αυτός ο βλοσυρός, τραχύς άνδρας), με μεγάλη πειθαρχία στον τρόπο που κινηματογραφεί τις καταστάσεις και σίγουρος για όσα θέλει να αφηγηθεί και με τον τρόπου θα το κάνει.
Ευτυχεί να απομυζήσει τον ορισμό της αυθεντικότητας από τον ερασιτέχνη ηθοποιό του Γιάννη Μπελή, ο οποίος είναι ο ίδιος ένας μοναχικός, στιβαρός, μελαγχολικός άνδρας που αντιμετωπίζει με σιωπές και υπομονή όσα συμβαίνουν, αλλά το βλέπεις στα μάτια ότι κάποιες στιγμές μέσα του βράζει που στο τέλος θα το καταλάβεις.

Ένα τέλος που ο Πυθαράς αντιμετωπίζει και αποτυπώνει ελλειπτικά και δωρικά χωρίς να τον ενδιαφέρει το οπτικό shock value. Συνολικά καταφέρνει μέσα σε 70 λεπτά να σκιαγραφήσει το πορτραίτο του ήρωά του, να χτίσει μια υποβλητικά ρεαλιστική ατμόσφαιρα, χωρίς ένα άχρηστο πλάνο, εκτός ίσως από την εμμονή του στην επαναληπτικότητα μιας ονειρικής φαντασιακής σκηνής που προσπαθεί να εξηγήσει την σταδιακή αλλαγή στην συμπεριφορά του Γιάννη. Μια τακτική που θα μπορούσε ενδεχομενως να αντικατασταθεί από ένα μικρό σοκ, εξίσου μινιμαλιστικά δοσμένο, όπως όλη η υπόλοιπη ταινία, με τις σιωπηλές στιγμές της, που σκίζουν.
Μια μικρή ταινία, υπόδειγμα ωφελιμιστικής ανταποδοτικότητας για τον χρόνο που θα της αφιερώσεις.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων