Σύνοψη: Ένας πατέρας και ο γιος του, κυνηγημένοι από την αστυνομία, κρύβονται σε μια κατασκήνωση για άτομα με νοητικές ιδιαιτερότητες. Ο γιος προσποιείται τον τρόφιμο και ο πατέρας τον συνοδό. Καθώς παραμένουν εκεί, προσπαθούν να μη γίνουν αντιληπτοί και να οργανώσουν την επόμενη τους κίνηση.
Άποψη: Πολλές φορές βρισκόμαστε βυθισμένοι σε έναν κινηματογραφικό κόσμο που αποτελείται μόνο από χολιγουντιανές ταινίες και ξεχνάμε τι άλλο μπορεί να μας προσφέρει η «μεγάλη οθόνη».
Η γαλλικής παραγωγής κομεντί «Un p’tit truc en plus» κυκλοφόρησε με σκοπό να μας θυμίσει την αξία του ευρωπαϊκού κινηματογράφου και να ανοίξει τα μάτια του θεατή για τα πιο σημαντικά πράγματα.. τον συνάνθρωπό μας.
Ο Paulo και ο Lucien, οι πρωταγωνιστές μας δηλαδή, βρίσκονται στην μέση μίας τρομερά μπερδεμένης κατάστασης: αφού ληστεύουν ένα κοσμηματοπωλείο και η αστυνομία τους ψάχνει, το σκάνε παρέα με κάποιους κατασκηνωτές (ενώ προσποιούνται κάποιους άλλους εννοείται). Η υπεύθυνη της κατασκήνωσης «Alice» μπερδεύει τον Paulo με τον Sylvain, έναν καινούργιο κατασκηνωτή και ο Paulo «παίρνει» και τον ρόλο του τελικά.
Καλό όμως θα ήταν να αφήσουμε τις κλασικές περιγραφές ταινιών που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε, καθώς αυτή η ταινία ξεχώρισε στην καρδιά μας. Γιατί; Γιατί μπέρδεψε το δράμα με την κωμωδία επιτηδευμένα και πανέμορφα δείχνοντας στον θεατή ότι δεν αξίζει να υποτιμάει τις ανεξάρτητες ταινίες.. όπως δεν θα πρέπει ποτέ να υποτιμήσει τα άτομα που είναι διαφορετικά από αυτόν.
Τα συναισθήματα σε περικλείουν κατά την διαρκεια της προβολής με μαγικό τρόπο. Γελάς, κλαις, αναρωτιέσαι, συνειδητοποιείς. Αυτό που τελικά καταφέρνει η ταινία είναι να σου δείξει ανθρώπους, «ωμούς»— απλούς ανθρώπους σαν εσένα και μένα, που ανασαίνουν, κάνουν λάθη, φοβούνται, παρεξηγούν και παρεξηγούνται. Κάθε χαρακτήρας κουβαλά κάτι δικό του, χωρίς να το φωνάζει. Ο Paulo τρέχει να κρυφτεί, αλλά βρίσκει μπροστά του την ανάγκη να φανεί αληθινός. Ο Lucien νομίζει ότι προστατεύει τον γιο του, ενώ στην πραγματικότητα δεν ξέρει ούτε τον εαυτό του.
Οι κατασκηνωτές δεν παρουσιάζονται σαν “ιδιαίτερες περιπτώσεις” αλλά σαν άτομα με προσωπικότητα, χιούμορ, άποψη, αντίδραση — κι αυτό είναι που σε αποσυντονίζει ευχάριστα. Μέσα στην υποτιθέμενη «μεταμφίεση» των πρωταγωνιστών, η ταινία σου δείχνει ότι ο καθένας παίζει ρόλους στη ζωή του — κάποιοι για να επιβιώσουν, κάποιοι για να γίνουν αποδεκτοί.
Κι εκεί κάπου συνειδητοποιείς ότι όλοι έχουμε “κάτι παραπάνω” — όχι ως βάρος, αλλά ως στοιχείο που μας κάνει αυτό που είμαστε. Και το να το κρύβεις, πολλές φορές, είναι πιο κουραστικό από το να το δείξεις.
Κανείς δεν είναι εντελώς ο εαυτός του από την αρχή. Ούτε ο Paulo, ούτε οι υπόλοιποι, ούτε εμείς όταν τους παρακολουθούμε. Στο τέλος της προβολής όμως καταλαβαίνεις έναν έναν τους χαρακτήρες , αφήνοντας τον εαυτό σου για το τέλος. Το "Ένα μικρό κόλπο και κάτι ακόμα" δεν σε κερδίζει με μεγάλες σκηνές ή θεαματικά ξεσπάσματα. Σε κερδίζει σιωπηλά, εκεί που δεν το περιμένεις. Σε κάνει να σκεφτείς — όχι γιατί σου το ζητάει, αλλά γιατί απλώς το νιώθεις.
Είναι μια υπενθύμιση ότι η διαφορετικότητα δεν χρειάζεται εξηγήσεις, μόνο χώρο. Και κάποιες φορές, αυτοί που θεωρούμε “εκτός”, βλέπουν πιο καθαρά απ’ όλους.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων