H ταινία δραματοποιεί τις προσπάθειες μιας σύγχρονης αμερικανικής οικογένειας να ανταπεξέλθει στις τετριμμένες συγκρούσεις της καθημερινής ζωής, παλεύοντας παράλληλα με τα οικουμενικά μυστήρια της αγάπης, του θανάτου και της πιθανότητας να ευτυχήσει κανείς σε έναν αβέβαιο κόσμο.
Μια ματιά της αμερικάνικης κουλτούρας που αντιμετώπιζε με γέλιο την υπαρξιακή κρίση της εποχής του (1985). Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε αρχίσει να «ξεπαγώνει», αλλά η ανησυχία και η αίσθηση της επικείμενης καταστροφής συνέχιζε να είναι διάχυτη στην καθημερινότητα.
«O “Λευκός Θόρυβος” αναμετράται με την ιδέα του θανάτου – ο μόνος τρόπος να ζήσεις πραγματικά τη ζωή σου είναι να αναγνωρίσεις ότι πρόκειται να τελειώσει», λέει ο Μπάουμπακ. «Ο πατέρας μου μού έδωσε το βιβλίο του Nτον Ντε Λίλο όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο. Ήταν συγγραφέας και αγαπούσε τις ταινίες, οπότε το βιβλίο ήταν μια σύνθεση όσων των ενδιέφεραν. Εκείνος απεβίωσε το 2019 και όταν ξαναδιάβασα το βιβλίο την ίδια χρονιά, επηρεάστηκα τρομερά από αυτό. Ο Ντον Ντελίλο [συγγραφέας του βιβλίου] μας παρουσιάζει όλες τις στρατηγικές και τις ρουτίνες που έχουμε ανακαλύψει για να αποδεχτούμε την αδιανόητη ιδέα του θανάτου και ύστερα ξετυλίγει αυτές τις άμυνες μας».
Μια κυνική καυστική σάτιρα που προσπαθεί να μεταφέρει αυτούσιο το επιθετικό και ειρωνικό ύφος του συγγραφέα (και του βιβλίου) και παρά την επιδεξιότητα του Μπάουμπακ στην διήγηση ιστοριών πόνου, έρωτα, παρεξηγήσεων και μεσοαστικού ιδεώδους, δεν τα καταφέρνει ακριβώς πετυχημένα.
Ακουμπά περισσότερο στην (μαύρη, κατάμαυρη) κωμωδία, με την σκιά του Γούντι Άλεν νε πέφτει βαριά τριγύρω, όμως παρά την -θεωρητικά- επαρκή πρώτη ύλη, ο Μπάουμπακ στην ουσία δεν ανάβει ποτέ πραγματικά την σπίθα. Δημιουργεί φυσικά μια ανακατωσούρα ιδεών και συμπεριφορών που καταφέρνει να σε διασκεδάσει σε έναν βαθμό, παραδόξως πάντως δεν πρόσεξε ιδιαίτερα τον χαρακτήρα της (συζύγου του) Γκρέτα Γκέργουικ που απλά σιγοντάρει τον Άνταμ Ντράιβερ, ενώ συνολικά η ταινία θέλει να μιλήσει για πολλά και στην θεωρία δεν τα πάει άσχημα, αν όμως το σκεφτείς λίγο, περισσότερο θαυμάζεις το κείμενο (και την ευστροφία του συγγραφέα), παρά κοινωνεί μέσα σου τους προβληματισμούς του.
Ίσως θα έπρεπε ο Μπάουμπακ να μην εγκλωβιστεί τόσο στην παγίδα της (όσο το δυνατόν πιο) πιστής μεταφοράς, αλλά να προσθέσει δικά του στοιχεία και την οξυδέρκειά του στο μεταμοντέρνο mumblecore.
Σίγουρα πάντως πολύ πάνω από τον μέσο όρο του Netflix που εδώ θα εκπλήξει (ευχάριστα, δυσάρεστα, δεν κρίνουμε) τον μέσο όρο του κοινού του και θα δημιουργήσει πονοκέφαλους. Δεν πειράζει ας πάρουν panadol. Μέχρι τότε πάντως αξίζει να το δείτε στην μεγάλη οθόνη, είναι εκτός όλων των άλλων μια πολύ προσεγμένη καλλιτεχνικά δουλειά.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων