Σίγουρα είναι θετικό να γυρίζονται μεγάλες κινηματογραφικές παραγωγές επί ελληνικού εδάφους μεν, αλλά καλό θα είναι να πρόκειται για συγκροτημένες δουλειές που να δικαιολογούν τον ντόρο και τα κεφάλαια που δαπανήθηκαν.
Το "Ουζερί Τσιτσάνης" δεν ανήκει στην κατηγορία αυτή.
Διχασμένο όσον αφορά στην σεναριακή του στοχοπροσήλωση (εστιάζει σε μια ιστορία αγάπης; στην ζωή και την έμπνευση του Τσιτσάνη; στην εθνική αντίσταση;) και με εντελώς προβλέψιμο και γραφικό σεναριακό ιστό, διαθέτει εντονότατα σημάδια τηλεοπτικής παραγωγής (και μάλιστα ανεπαρκούς επιπέδου), ενώ δεν καταφέρνει να ομογενοποιήσει ένα μωσαϊκό χαρακτήρων των οποίων η προσωπική ιστορία θα μπορούσε να οδηγήσει σε δική της ταινία.
Ενδεχομένως στο μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη να λειτουργούσε σαφώς καλύτερα η αναπαράσταση της εποχής με το ψηφιδωτό των ιστοριών σε πρώτο πλάνο, εδώ όμως ο πολύπειρος τηλεοπτικός σκηνοθέτης αδυνατεί να αποδώσει με κινηματογραφικό τρόπο τον καλλιτεχνικό συγχρονισμό του υλικού του. Άρα χάνει την ουσία του. Ουζερί χωρίς καλό ούζο...
Υπόθεση: Θεσσαλονίκη, 1942-1943. Στην υπό γερμανική κατοχή πόλη, ο Γιώργος και η Εστρέα είναι ερωτευμένοι. Όμως ο έρωτας ανάμεσα σε έναν Χριστιανό και μία Εβραία είναι απαγορευμένος. Η περιπετειώδης και παθιασμένη ιστορία αγάπης, παγιδευμένη ανάμεσα σε ένα απάνθρωπο ολοκληρωτικό καθεστώς και τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων, βρίσκει καταφύγιο στο ιστορικό Ουζερί Τσιτσάνης. Εκεί ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης Βασίλης Τσιτσάνης διανύει τα πιο δημιουργικά του χρόνια και συνθέτει τα πιο γνωστά του τραγούδια, ανάμεσα στα οποία και την καθοριστική Συννεφιασμένη Κυριακή.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων