Σύνοψη: Η ζωή της Ιζαμπέλ παίρνει μια απροσδόκητη τροπή, όταν η κόρη της, Μανταλέν, τής ζητάει να φροντίσει τον ετοιμοθάνατο πατέρα της και πρώην σύζυγο της πρώτης. Καθώς η Μανταλέν ζει πλέον στη Βαλένθια για σπουδές, η Ισαμπέλ θα κληθεί να παραμερίσει την πικρία του παρελθόντος και να σταθεί στο πλευρό του Ραμόν, παρότι έχουν να μιλήσουν 15 χρόνια.
Άποψη: Βασισμένη στο βιβλίο "Un corazón demasiado grande" ("Μια πελώρια καρδιά"), η Πιλάρ Παλομέρο σκιαγραφεί προσηλωμένα και με ενσυναίσθηση το πορτρέτο μιας γυναίκας στην οποία ανατίθεται μια άβολη αποστολή: να αναχθεί σε φροντίστρια ενός ασθενούς τελικού σταδίου, με τον οποίο τυγχάνει να έχουν ηθελημένα διακόψει οποιαδήποτε επικοινωνία εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες.
Σ' ένα πρώτο επίπεδο, παρακολουθούμε το χρονικό μιας όψιμης συμφιλίωσης και συγχώρεσης σε νοητά κεφάλαια (πρώτα διστακτικότητα κι απροθυμία, έπειτα βαθμιαία χαλάρωση των αμυνών και διεκπεραίωση, κι εν τέλει αποδοχή).
Ταυτόχρονα, όμως, η καρδιά της ταινίας πάλλεται σε συντονισμό όχι μόνο με το ζεύγος των πρώην συζύγων αλλά και ευρύτερα με την τριάδα της οικογένειας που επανενώνεται, τίθεται δηλαδή ως διακριτικός ρυθμιστής της πλοκής η τελειόφοιτη Μανταλέν.
Στην πραγματικότητα, η ίδια η σχέση μάνας και κόρης γίνεται αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης και αναδιαμόρφωσης με αφορμή τη ραγδαία επιδεινούμενη υγεία του Ραμόν, κι αυτό προσδίδει στα Λαμπυρίσματα την ποιότητα ενός ανοιχτόκαρδου case study γονεϊκότητας.
Το φιλμ έχει τις στιγμές του, κυρίως λόγω της θερμής του φωτογραφίας, η οποία σιγά - σιγά ζεσταίνει χρώματα και φωτισμούς, για να ταιριάξει με το εσωτερικό "λιώσιμο των πάγων" στις ψυχές των ηρώων. Στις λίγες δε σκηνές που αυτή συνδυάζεται με τη χρήση ισπανόφωνης ρετρό μουσικής, το αποτέλεσμα είναι ευπρόσδεκτα τρυφερό και οπτικά πανέμορφο.
Μοναδική ένσταση ίσως η πρωταγωνιστική ερμηνεία, πάνω στην οποία άλλωστε δομείται όλη η ταινία (ο τίτλος θα μπορούσε κάλλιστα να είναι "Ιζαμπέλ" αντί για "Λαμπυρίσματα"). Η Πατρίθια Λόπεθ Αρνάιθ διαθέτει οπωσδήποτε ένα κινηματογραφικότατο πρόσωπο, εδώ όμως μοιάζει να είναι μονίμως ρυθμισμένη εκφραστικά στο mode της κομψής μελαγχολίας και του προβληματισμού.
Τα συγκεκριμένα συναισθήματα αποτυπώνονται μεν πολύ εύγλωττα πάνω της, ωστόσο από ένα σημείο και μετά αρχίζουν να μοιάζουν με ερμηνευτική μανιέρα, από την στιγμή που δεν εναλλάσσονται και με διαφορετικές συναισθηματικές/εκφραστικές τονικότητες.
Αυτό σίγουρα δεν αβαντάρει μια ταινία ενδιάμεσων, λεπτών αποχρώσεων και σταδιακών μετατοπίσεων όπως η συγκεκριμένη, χωρίς βέβαια να αναιρείται εξαιτίας του το συνολικό θετικό πρόσημο της όλης προσπάθειας.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων