Θα το βρείτε: Apple TV
Σύνοψη: Η Kate προσπαθεί να τα βγάλει πέρα οικονομικά με τη φάρμα που συντηρεί ενώ βρίσκεται ακόμη σε κατάσταση πένθους λόγω του άδικου χαμού της συζύγου της σε ατύχημα. Όλα θα γίνουν πιο περίπλοκα όταν η κόρη της, Claire, καταλήγει να χρωστάει χρήματα σε έναν επικίνδυνο έμπορο ναρκωτικών που δεν θα σταματήσει μπροστά σε τίποτα για να πάρει όσα διεκδικεί...
Άποψη: «Αμαρτίαι τέκνων παιδεύουσι γονείς» φαίνεται να λέει συνοπτικά το σενάριο του Brad Ingelsby και είναι κάποιες συγκεκριμένες πινελιές που αποτρέπουν οριακά το τελικό αποτέλεσμα από το να μοιάζει με συσσωρευμένη γκρίνια παππού σε καφενείο για τη νεολαία.
Το πρόβλημα είναι πως κατά τα άλλα το φιλμ του Michael Pearce δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Ούτε τη σχέση ανάμεσα σε μητέρα και κόρη που βρίσκεται στο επίκεντρο του δράματος προχωράει σ’ ένα απαιτούμενο βάθος για να προκύψει μια ψυχολογική ανάλυση με «ζουμί» η οποία να πηγαίνει πιο μακριά από δοκιμασμένα σχήματα, ούτε η αστυνομική ίντριγκα που πιάνει την πλειοψηφία του κινηματογραφικού χρόνου διαθέτει στοιχεία που να ξεχωρίζουν (για να μη γίνει εκτεταμένη αναφορά και στο πώς κάποια κομμάτια της κυρίως προς το φινάλε λύνονται εξαιρετικά βολικά, με τον όποιο ρεαλισμό να τραυματίζεται σημαντικά ως παράπλευρη απώλεια) εκτός από μια όντως απρόσμενη ανατροπή κάπου στα μισά, η οποία όμως και αυτή δεν έχει κάποιο ουσιαστικό αντίκτυπο στην πλοκή πέραν ενός στιγμιαίου εντυπωσιασμού.
Και δυστυχώς επικρατεί και μια χαλαρότητα στους ρυθμούς που εμποδίζει τον θεατή από το να νιώσει πραγματικά αγωνία για τα τεκταινόμενα, στον βαθμό που ενίοτε είναι πιο επείγουσα προτεραιότητα για τον Pearce το να κινηματογραφηθεί ωραία μια λίμνη από το να ανέβουν τα ντεσιμπέλ του σασπένς με τον σωστό τρόπο.
Με τη Sydney Sweeney να απογοητεύει με μια πολύ άνιση ερμηνεία (κρίμα γιατί έχει αποδείξει πως διαθέτει δυνατότητες άκρως υπολογίσιμες σε ταινίες όπως το έξοχο «Reality» ενδεικτικά), που «παλαντζάρει» επικίνδυνα ανάμεσα σε ανόμοιους μεταξύ τους μανιερισμούς, ίσως και γιατί ο ίδιος ο Ingelsby μοιάζει να μην έχει καταλήξει στο πώς θα ήθελε να σκιαγραφήσει την ηρωίδα που εκείνη ενσαρκώνει, το βάρος πέφτει στην Julianne Moore για να δώσει την απαραίτητη ώθηση στο σύνολο.
Και παρότι μοιάζει να μην τη συνεπαίρνει ο ρόλος που καλείται να υποδυθεί (δικαιολογημένα ίσως), προσφέρει τη γνωστή, αξιόπιστη στιβαρότητά της που εγγυάται και κάποιες δυνατές στιγμές οι οποίες αποτελούν άλλωστε το σήμα κατατεθέν της.
Αν και υπάρχουν σίγουρα και χειρότερα από επιλογές για streaming εκεί έξω, το «Echo Valley» σε γενικές γραμμές δεν πείθει σαν πακέτο. Δεν βάζει δύσκολα στο πεδίο των ηθικών διλημμάτων ενώ θα μπορούσε, και αυτό οδηγεί στο να εκπέμπεται μια έντονη αίσθηση ρουτίνας, όπου παρακολουθεί κανείς απλά ένα νοητό κουβάρι αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων να μπλέκεται χωρίς να υπάρχει κάποιου είδους συναισθηματική σύνδεση με οποιονδήποτε από τους χαρακτήρες που το απαρτίζουν.
Το θέμα που αποτελεί τον πυρήνα της ιστορίας (το αν η γονεϊκή αγάπη εκτείνεται τόσο ώστε να «τσαλαβουτάει» και στο να παραβιάζει κανείς τον νόμο) άξιζε κάτι καλύτερο κινηματογραφικά.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων