Σύνοψη: Ο Ετιέν γνώρισε κι ερωτεύτηκε τη Βαλερί στα 20, αποκτώντας λίγο αργότερα και μια κόρη μαζί της, τη Ρόζα, την οποία μεγαλώνει μόνος του τα τελευταία 17 χρόνια, αφού η πρώτη τους εγκατέλειψε λίγο μετά τη γέννησή της. Στο κατώφλι της ενηλικίωσης της Ρόζας, μπαμπάς και κόρη θα κληθούν να αντιμετωπίσουν τα τραύματα του παρελθόντος και να επανακαθορίσουν τη μεταξύ τους σχέση αλλά κι ευρύτερα τις ζωές τους.
Άποψη: Επίσημη επιλογή του προγράμματος της Εβδομάδας Κριτικής των Καννών, «Η κόρη του μπαμπά» (ή «No love lost» κατά τους – ομολογουμένως ευρηματικότερους – αγγλόφωνους διανομείς) είναι μια στιλάτη πραγματεία ή, πιο σωστά, ένα κινηματογραφικό ποίημα πάνω στην Αγάπη και τους δρόμους που αυτή μπορεί να πάρει.
Άλλοτε εμμονικοί κι άλλοτε καθαρτήριοι, ο Ετιέν (Ναϊέλ Πέρες Μπισκαγιάρ) τους διατρέχει εδώ και δύο δεκαετίες με αδιαπραγμάτευτο, εφηβικό ενθουσιασμό και μάτια μονίμως έκθαμβα μπροστά σε όσα δίνουν νόημα στη ζωή του: η ανάμνηση της πρώην συντρόφου του, η κόρη του, η γαλήνια νυν σχέση του, ακόμη κι η τοπική ομάδα ποδοσφαίρου που προπονεί κι αντιμετωπίζει ως όχημα προς την κοινωνικοπολιτική ουτοπία.
Όλα τους καθρεφτίζονται στο μελαγχολικό του βλέμμα, το βλέμμα ενός ανθρώπου που έχει επιλέξει να βιώνει την γλυκόπικρη ζωή του ποιητικά. Εξού κι η ταινία επιλέγει αργά και μεθοδικά να διαβρώσει το ρεαλισμό του σύμπαντός της, ξεκινώντας από κάτι το ανεπαίσθητα και παιχνιδιάρικα offbeat, για να οδηγηθεί σε ένα φινάλε ολοκληρωτικά παραδομένο στο σουρεαλισμό, ένα σχεδόν παραμυθικό δεκαπεντάλεπτο που περισσότερο θυμίζει fever dream.
Φέρνοντας στο νου το «Un beau matin» της Μία Χάνσεν – Λοβ όσον αφορά τις «θερμοκρασίες» της μαγευτικής της φωτογραφίας (δια χειρός Αλεξί Καβιρσέν), «Η κόρη του μπαμπά» κατορθώνει να γίνει ένα φιλμ ακόμη «νουβελβαγκ–ικότερο» από αυτό της δεδηλωμένα ρομερικής σκηνοθέτριας, ενσωματώνοντας περισσότερο την ποίηση και την ψυχανάλυση στη δραματουργία του.
Η συνταγή που ακολουθείται από τον Ερουάν Λε Ντικ (σενάριο και σκηνοθεσία) είναι ομολογουμένως ριψοκίνδυνη, ωστόσο ευτυχεί να διαθέτει όχι μόνο ενδιαφέροντες σεναριακά χαρακτήρες αλλά και τους κατάλληλους ηθοποιούς για να τους ενσαρκώσουν. Έτσι, εκτός από τον Μπισκαγιάρ, και η «Ρόζα» (Σελέστ Μπρινκέλ) ξεχωρίζει ερμηνευτικά, κερδίζοντας μάλιστα για τον συγκεκριμένο ρόλο και μια υποψηφιότητα για Βραβείο Σεζάρ στην κατηγορία «Υποσχόμενης Ηθοποιού».
Μια πολύ ιδιαίτερη, γοητευτική ταινία και μια σπάνια στιγμή για το ευρωπαϊκό arthouse όπου οι έννοιες «φόρμα» και «συναίσθημα» δεν αντιμετωπίζονται ως αμοιβαία αποκλειόμενες.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων