Σύνοψη: Ένα κορίτσι, μικροπαντρεμένο, ταξιδεύει από το Αϊδίνι στην Ελλάδα με τη μητέρα και τις δύο της κόρες. Στο πλοίο του ξενιτεμού παίρνει απόφαση να μην αφήσει τη ζωή να την προσπεράσει, αλλά να τη ζήσει, όπως θέλει. Γράφει ακατάπαυστα σε χαρτοπετσέτες και κουτιά από τσιγάρα μέχρι υπόλοιπα λογαριασμών. Καπνίζει, ερωτεύεται με πάθος, χαρτοπαίζει με θράσος σε πολυτελή σαλόνια, αλλά και σε παράνομα υπόγεια. Μία δασκάλα που γίνεται ηθοποιός στα μπουλούκια και στο θέατρο, μία ποιήτρια που γίνεται η μεγαλύτερη Ελληνίδα στιχουργός του λαϊκού τραγουδιού. Συνεργάζεται με όλες τις διάσημες μουσικές προσωπικότητες της χώρας, από τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Απόστολο Καλδάρα, ως τον Μανώλη Χιώτη, τον Αντώνη Ρεπάνη και τον Μάνο Χατζιδάκι, υψώνοντας θαρραλέα ανάστημα, σε έναν σκληρό και τυπικά ανδροκρατούμενο κόσμο.
Άποψη: Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου υπήρξε μια από τις σημαντικότερες στιχουργούς της ελληνικής μουσικής, με προσωπικό στίγμα, ύφος και μία ακόμα πιο μοναδική προσωπικότητα που αναδεικνύεται με σεβασμό, αγάπη και ειλικρίνεια στην ταινία Ευτυχία σε σκηνοθεσία Άγγελου Φραντζή και σενάριο Κατερίνας Μπέη. Παρόλο που ο σκηνοθέτης πρώτη φορά αναλαμβάνει ταινία που δεν είναι δική του ιδέα, αλλά του ήρθε έτοιμη η πρόταση, όχι απλώς μπήκε μέσα στο κλίμα της ταινίας και της ηρωίδας, αλλά την προσάρμοσε σε ένα δικό του ύφος, εκμοντερνίζοντας ήπια και ομαλά μια ταινία/βιογραφία εποχής που ξεκινά την δεκαετία του 1920 και την φυγή από το Αϊβαλί στην Αθήνα για να περάσει προς το τέλος της ζωής της και την καταξίωση.
Η ταινία μένει πιστή στην εποχή, τόσο ως προς τα κοστούμια και τα κτήρια όσο και ως προς το λεξιλόγιο και τους ιδιωματισμούς που χρησιμοποιούνται όμως μια φρέσκια, σύγχρονη πνοή την διαπερνά χωρίς να την διαλύει, αντιθέτως την φρεσκάρει δίνοντας μια ατμόσφαιρα αχρονίας.
Δεν μας ενδιαφέρει πότε ακριβώς γίνονται όλα αυτά και σε ποιο ιστορικό, πολιτικό background, παρά το ότι διακρίνεται. Σημασία έχει ο άνθρωπος, η προσωπική διαδρομή μιας γυναίκας σε έναν φαλλοκρατικό κόσμο και ένα ανδροκρατούμενο επάγγελμα.
Εγώ την ζωή μου την περπάτησα όπως ήθελα, όπως λέει η ίδια σε μια στιγμή και πράγματι αυτή η μοναχική πορεία είναι στο προσκήνιο. Είχε μεν δύο συντρόφους, τον Γιώργο Παπαγιαννόπουλο από τον οποίον κράτησε και το επίθετο και τον αστυνομικό Γιώργο, είχε παιδιά, είχε έναν πολύ καλό φίλο, τον Λουκά, αλλά βιώνει μια προσωπική, μονήρη οδύσσεια με δυσκολίες, θανάτους, απώλειες, εθισμό με τον τζόγο που την έκανε να μην νοιάζεται πολλές φορές για το αν θα φαίνεται το όνομά της στα τραγούδια, αλλά σημασία έχει να τα πουλήσει ώστε να βγάλει χρήματα.
Παρατηρούμε μέσα από τα δικά της μάτια πώς έγινε η γνωστή Ευτυχία, μία λέξη που την βίωσε με τον δικό της τρόπο. Πώς συνεργάστηκε με τον Χιώτη, τον Καλδάρα, ακόμα και τον Χατζηδάκι που είναι και ο μόνος που της φαίνεται δύσκολο να καταφέρει να συνεργαστεί μαζί του.
Το χιούμορ συμπορεύεται με το δράμα, οι τρομερά αστείες σκηνές βγαλμένες από τον κλασικό ελληνικό κινηματογράφο με μοντέρνες πινελιές, εναλλάσσονται με βαριές, δύσκολες σκηνές που μετά βίας συγκρατείται το δάκρυ, χωρίς όμως να εκβιάζεται συναισθηματικά ο θεατής. Όλα γίνονται φυσικά και αβίαστα.
Το καστ είναι εκπληκτικό με τις δύο πρωταγωνίστριες, Κάτια Γκουλιώνη και Καρυοφυλλιά Καραμπέτη να μας κάνουν αποκαλύπτουν πτυχές της Ευτυχίας αλλά και τους Παύλο Ορκόπουλο και Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη ως οι δύο άντρες της ζωής της, η Ευαγγελία Συριοπούλου και Λίλα Μπακλέση ως κόρες της, ο Λεωνίδας Κακούρης ως Τσιτσάνης αλλά και σε ρόλο έκπληξη ο Φοίβος Δεληβοριάς. Τα τραγούδια της μας συντροφεύουν κατά την διάρκεια της ταινίας, όπως και το πολύ ωραίο τραγούδι του Μίνω Μάτσα στους τίτλους τέλους.
Η δεκαετία του 2010 δεν θα μπορούσε να κλείσει με καλύτερο τρόπο για το ελληνικό σινεμά.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων