Σύνοψη: Ο Φώτης (Μελέτης Ηλίας) είναι σε αδιέξοδο τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Ένας life coach, αυτό είναι το επάγγελμά του, που έχει χάσει τον προσανατολισμό του. Οι συνεδρίες, που κάποτε επαγγελματικά τον γέμιζαν, δεν του προσφέρουν πλέον την ίδια εσωτερική ικανοποίηση ενώ και στην προσωπική του ζωή έχει απομονωθεί πλήρως.
Σε αυτή την κρίσιμη καμπή για τον εαυτό του και την καριέρα του, θα αναλάβει δράση μία γνώριμη σε αυτόν φωνή που ακούγεται μόνο μέσα στο μυαλό του. Είναι η φωνή της συνείδησής του που προσπαθεί να τον κάνει να ζήσει τη ζωή του. Θα καταφέρει ο Φώτης να βρει ξανά τον… Φώτη και τον έρωτα πριν χαθούν όλα;
Άποψη: Θυμάστε ίσως το Κοίτα ποιος μιλάει με τον Τζον Τραβόλτα. Μπροστά στο Άκου ποιος μιλάει, είναι μια από τις καλύτερες κωμωδίες του 20ού αιώνα.
Ένας ήρωας με κρίση συνείδησης για το τι θέλει από αυτή την ζωή και τι κάνει εν τέλει που τελικά κυριολεκτικά η ίδια η συνείδησή του έρχεται να του μάθει ότι υπάρχει και άλλος δρόμος.
Το κλισέ στόρι boy meets girl στα πιο κλισέ του μονοπάτια, με τον Φώτη να γνωρίζει την Χρυσάνθη και αυτό να γίνεται αφετηρία για μια εσωτερική κόντρα με την φωνούλα που ακούμε όλοι μέσα μας που του χτυπά καμπανάκια.
Η ψυχαναλυτική θεώρηση για το σώμα μας που πάει κόντρα σε όσα κάνουμε ώστε να μας δείξει πως δεν θέλουμε πράγματι αυτή την ζωή απλοποιείται και μετατρέπεται σε κάτι εύπεπτο, κακώς εννοούμενο τηλεοπτικό περασμένης δεκαετίας, με χιούμορ που απουσιάζει και ατάκες που πέφτουν στο νερό.
Δεν αρκεί μια σωστή επιλογή ηθοποιών για να δώσουν από μόνοι τους ένα αποτέλεσμα το οποίο δεν στέκει πουθενά. Ο Μελέτης Ηλίας είναι ένας ταλαντούχος ηθοποιός που θα μπορούσε να κάνει πολλά παραπάνω από αυτό, ενώ οι stand up comedians που βλέπουμε ως πελάτες, όπως ο Λάμπρος Φισφής ή η Χρύσα Κατσαρίνη, πολύ επιτυχημένοι στο είδος τους και με τρομερά κωμικά κείμενα στις παραστάσεις τους, δεν χρησιμεύουν πουθενά, απλώς χρησιμοποιούνται ως μια κωμική νότα σε ένα άτονο σύνολο.
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Θοδωρής Νιάρχος, σκηνοθέτης της εκπομπής Fishy του Γιάννη Τσιμιτσέλη, δεν έχει την απαραίτητη εμπειρία για να παραδώσει κάτι παραπάνω από ένα άτολμο κωμικό κινηματογραφικό βήμα, ενώ το σενάριο εξαντλείται σε προβλέψιμα «αστεία» και ψευτορομαντισμούς, με την φωνή-συνείδηση να αποδεικνύεται ένα εύκολο εύρημα που θα ωθήσει τον ήρωα να βγει από το τέλμα της δουλειάς και να κάνει το κάτι παραπάνω. Αυτό ακριβώς που δεν κάνει η ταινία.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων