Έχουν περάσει σχεδόν τρεις δεκαετίες από τότε που ο ιός ξέφυγε από ένα εργαστήριο βιολογικών όπλων, και τώρα, κατά τη διάρκεια μιας επιβεβλημένης καραντίνας, κάποιοι έχουν βρει τρόπους να ζουν ανάμεσα στους μολυσμένους.
Μια τέτοια ομάδα επιζώντων ζει σε ένα μικρό νησί που συνδέεται με την ηπειρωτική χώρα με μια μοναδική, ισχυρά φυλασσόμενη γέφυρα.
Όταν ένας από την ομάδα φεύγει από το νησί για μια αποστολή στην καρδιά της ηπειρωτικής χώρας, ανακαλύπτει μυστικά, θαύματα και φρικαλεότητες που έχουν μεταλλάξει όχι μόνο τους μολυσμένους αλλά και άλλους επιζώντες.
Λίγο πολύ όλες οι ταινίες με ζόμπι αφορούν έμμεσα το δίλημμα της ζωής με τον θάνατο, ελάχιστες έχουν φτάσει ποτέ σε μια πιο πρακτική, κομψή ή καταραμένα οικεία λύση από το «28 Ημέρες Μετά» του Ντάνι Μπόιλ, η οποία αποκαλύπτει ότι η βρετανική ηπειρωτική χώρα έχει τεθεί σε καραντίνα προκειμένου να περιοριστεί ο ιός που έχει μετατρέψει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του νησιού σε ταχύτατα τέρατα. Πόσο βολικό πρέπει να ήταν για τον υπόλοιπο κόσμο η κόλαση στη Γη να μπορεί να τακτοποιηθεί σε γεωργαφικά διαμερίσματα... Ο κόσμος μπορεί να έχει αφήσει την Αγγλία να σαπίσει (μια δευτερεύουσα πλοκή που περιλαμβάνει έναν ξένο στρατιώτη υπονοεί ότι άλλα έθνη έχουν δείξει ενεργό ενδιαφέρον να βοηθήσουν σε αυτή τη διαδικασία), αλλά κάθε κοινωνία που επιτρέπει σε μια ολόκληρη χώρα να γίνει ένα υπαίθριο νεκροταφείο είναι άρρωστη με έναν δικό της τρομερό ιό.
Μπορεί το «28 Εβδομάδες Μετά» του Χουάν Κάρλος Φρεσναδίγιο που ακολούθησε το 2007 να ασχολήθηκε καθαρά με το θέαμα και την αποτύπωση της βίας και να αγνόησε αυτή την παράμετρο, όμως ο Μπόιλ και ο Άλεξ Γκάρλαντ στο σενάριο,22 χρόνια μετά, το χρησιμοποίησαν σαν αφετηρία για να διηγηθούν ξανά την ιστορία σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει πολύ από τότε.
Το τραχύ, «άσχημο», αριστουργηματικό φιλμ του 2003 άφησε έντονο το αποτύπωμά του στο genre και οι συγκρίσεις με το φετινό είναι αναπόφευκτες και σίγουρα δεν θα το κολάκευαν. Η αγριότητα που τορπιλίζει τον πολιτισμό μας και το ζωώδες ένστικτο αυτοσυντήρησης που είναι απαράιτητο για την επιβίωση. Οι αγαπημένοι μας ζουν για πάντα στις σκέψεις και τις προσευχές μας, ενώ οι απρόσωπες ορδές που σφαγιάζονται σε κάποια άλλη χώρα θα μπορούσαν κάλλιστα να μην είχαν ζήσει ποτέ. «Ένας θάνατος είναι μια τραγωδία, ένα εκατομμύριο είναι μια στατιστική».
Memento mori: Όταν η πραγματικότητα του θανάτου ξεχνιέται, η αξία της ζωής τον ακολουθεί σύντομα. Ενώ ο Μπόιλ δεν είναι αρκετά υπεροπτικός για να υποστηρίξει ότι τα μολυσμένα είναι όμορφα πλάσματα που αξίζουν την αγάπη του Θεού ή οτιδήποτε άλλο, το "28 Χρόνια Μετά" χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τα στερεότυπα του είδους του για να επιμείνει ότι η γραμμή μεταξύ μιας τραγωδίας και μιας στατιστικής είναι πιο λεπτή από ό,τι νομίζουμε και πιο διαπερατή από ό,τι συνειδητοποιούμε. Η μαγεία του πλακούντα, πράγματι.
Εδώ λοιπόν βρίσκεται η ιδιότυπη διαφορά των δύο ταινιών και ήταν μάλλον αναγκαία, αν και θα κοστίσει σίγουρα σε word of mouth και εισιτήρια από τους φανατισμένους φίλους του αρχικού φιλμ.
O Άεξ Γκάρλαντ συνεχίζει τις ασταμάτητες πολιτικοκοινωνικές αλληγορίες του που πλέον έχουν αρχίζει και κουράζουν αισθητά στα πρόσφατα φιλμ του σε όρια εμμονών, εδώ ωστόσο (ίσως να λειτουργεί και η χημεία με τον Μπόιλ) είναι ένα κλικ πιο μεστά αυτά που γράφει για την ανάπτυξη των χαρακτήρων του και συγκινητικά της κατάλληλες στιγμές, όμως αυτή την φορά η αναλογία ανατριχίλων ζομποτρόμου και κοινωνικοπολιτικής κριτικής δεν πέτυχε. Είναι αναλογικά ελάχιστες οι σκηνές τρόμου, η ταινία είναι κάπως περισσότερο αγχωτική παρά τρομακτική, έστω και αν μας έχει συστήσει μια νέα ομάδα μολυσμένων, τους Alpha στους οποίους ο ιός λειτουργεί σαν αναβολικό και έχουν οριακά υπερφυσικές δυνάμεις και αντοχές.
Αυτό που θυσιάζει η προσέγγιση στον έντονο και επαναλαμβανόμενο φόβο, σύντομα αρχίζει να αντισταθμίζει με αυτό το άλλο, πιο περίεργο είδος έντασης. Η ταινία ασχολείται ολοένα και περισσότερο με την ιδέα ότι η διαφορά μεταξύ «εμάς» και «αυτών» είναι μόνο θέμα οπτικής γωνίας.
Τα σκηνοθετικά τρικ του Μπόιλ δεν αρκούν και η ταινία γέρνει μονόπαντα, κάτι που κάπως αποσυντονίζει σε συνδυασμό μe το γεγονός ότι είναι κατασκευασμένη αυστηρά (και κόβεται και απότομα) με σκοπό να δεις το δεύτερο -αλλά και το τρίτο αν πάνε καλά εισπρακτικά- μέρος που έχει ήδη γυριστεί (και έρχεται τον Ιανουάριο του 2026), γεγονός που της αφαιρεί πολλούς πόντους στο φινάλε (που θα έπρεπε να σκίζει κανονικά), αντ’αυτού γεννά υποπλοκές που μένουν μετέωρες. Tο σκηνικό αυτή την φορά δεν βοηθάει (όπως το στοιχειωτικό Λονδίνο του πρώτου φιλμ) και οι ερμηνείες είναι φυσικά επιπέδου, με τον Ρέιφ Φάινς (κάπου μεταξύ Colonel Kurtz από Αποκάλυψη Τώρα και Albus Dumbledore (Harry Potter) και την Τζόντι Κόμερ να ξεχωρίζουν και τον 14χρονο Άλφι Ουίλλιμς να κλέβει σε αρκετές στιγμές την παράσταση.
Ο Ντάνι Μπόιλ κατέβασε λοιπόν ταχύτητα, εμάς αυτό δεν μας κέρδισε, ας δούμε και το δεύτερο μέρος όμως, μήπως η κατάσταση βελτιωθεί.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων