"The bear" s03: Χορταστικό, comfort food
Σύνοψη: Μετά το επεισοδιακό άνοιγμα του “The Bear”, του fine dining εστιατορίου στη θέση του οικογενειακού σαντουιτσάδικου, η τρίτη σεζόν βρίσκει τον Κάρμεν (Τζέρεμι Άλεν Γουάιτ) και την ομάδα του να βάζει τα δυνατά της για ένα αστέρι Michelin. Παρότι έχει θεωρητικά κάνει το όνειρό του πραγματικότητα –με μεγάλο κόστος για τις διαπροσωπικές του σχέσεις– ο Κάρμεν έρχεται αντιμέτωπος με τα τραύματά του και η δυσλειτουργική ατμόσφαιρα, εντός και εκτός κουζίνας, καλά κρατεί.
ΣΧΕΤΙΚΑUprising
Γνώμη: loud.QUIET.loud: Αυτός είναι ο τίτλος ενός μουσικού ντοκιμαντέρ του 2006 με θέμα τους Pixies, την εμβληματική αμερικανική μπάντα που εμφανίστηκε τη δεκαετία του ‘80 και επηρέασε πλήθος μουσικών, στους οποίους συγκαταλέγεται κι ο Κερτ Κομπέιν, ο πιο γνωστός θαυμαστής τους.
Ο τίτλος είναι ουσιαστικά μια αναφορά στο στυλ παιξίματος του συγκροτήματος, καθώς τα περισσότερα τραγούδια τους ακολουθούν την εξής φόρμα: ήσυχα κουπλέ που ακολουθούνται από δυνατά ρεφρέν.
Αυτή τη φόρμα ακολουθεί και το “The Bear”, η σειρά που έσκασε σαν δυναμίτης στις οθόνες μας το καλοκαίρι του 2022 και μετατράπηκε εν μια νυκτί σε φαινόμενο, εκτοξεύοντας τις καριέρες των πρωταγωνιστών της και την αρτηριακή πίεση των θεατών σε πολλά από τα “loud” επεισόδιά της που έκαναν το “Hell’s Kitchen” του Γκόρντον Ράμσεϊ να μοιάζει συγκριτικά σαν παιδική τηλεοπτική σειρά.
Κι αυτή η φόρμα ήταν που έκανε τους θεατές να λατρέψουν τη σειρά, καθώς κρατάει μια ισορροπία ανάμεσα στην απόλυτη παράνοια και στις πιο toned-down στιγμές που αφήνουν να διαφανούν τα πάθη και οι αγωνίες των κεντρικών χαρακτήρων της. Με λίγα λόγια, το “The Bear” το απολαμβάνει κανείς τόσο όταν τα “fuck you” πέφτουν απανωτά κι η κάμερα κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα όσο κι όταν οι τόνοι πέφτουν και μαζί τους και οι μάσκες. Γιατί αυτή η προσέγγιση δίνει έναν σαγηνευτικό ρεαλισμό στη σειρά που σε πιάνει από τον λαιμό και ενίοτε σου βγάζει την ψυχούλα και στη σερβίρει στο πιάτο.
Τι γίνεται, όμως, όταν η συνταγή της επιτυχίας επαναλαμβάνεται, αλλά κάτι λείπει; Τότε έχουμε ένα άνισο πιάτο ή στην περίπτωση του “The Bear” μια άνιση τρίτη σεζόν, που παρότι έχει φυσικά τα highlights της, φαίνεται ουσιαστικά σαν να μην οδηγεί πουθενά την πλοκή. Ναι, όλοι περιμένουν εναγωνίως μια κριτική που μπορεί να θάψει ή να απογειώσει το εστιατόριο. Ναι, ο Κάρμι χρωστάει ήδη μερικά χιλιάρικα στον θείο του (ο Όλιβερ Πλατ είναι απλά απολαυστικός σε αυτή σεζόν). Ναι, η Σίντνεϊ (Άγιο Εντέμπιρι) αρχίζει να έχει αμφιβολίες για το αν θέλει να παραμείνει στη σκιά του Κάρμι.
Αλλά, κάπως σαν να έχει χαθεί εδώ η αίσθηση του επείγοντος που ήταν το καύσιμο των δύο προηγούμενων σεζόν. Και η οικονομία που χαρακτήριζε μέχρι στιγμής τη σειρά, ο τρόπος που πήγαινε την ιστορία παραπέρα ενώ παράλληλα ανέπτυσσε τους χαρακτήρες της, έχει δώσει τη θέση της σε μια πιο vibey προσέγγιση (με τρανό παράδειγμα το πρώτο επεισόδιο, προορισμένο είτε να λατρευτεί είτε να μισηθεί με πάθος).
Βέβαια, το “The Bear” καταφέρνει κάτι πραγματικά αξιοθαύμαστο: ακόμα και οι μέτριες στιγμές του είναι αριστουργηματικές σε σχέση με ό,τι άλλο κυκλοφορεί στο τηλεοπτικό τοπίο, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή. Κι αν σε αυτή τη σεζόν τη σκαπουλάρει από το να προδώσει ή να απογοητεύσει το κοινό της, αυτό οφείλεται στο πόσο ο δημιουργός της, Κρίστοφερ Στόρερ, το καστ της και οι ίδιοι οι θεατές πλέον αγαπούν αυτούς τους προβληματικούς αλλά βαθιά ανθρώπινους χαρακτήρες. Έτσι, για κάθε επεισόδιο που λες “εντάξει, δεν τρελάθηκα τώρα”, έρχεται ένα άλλο (το έκτο ή το όγδοο) που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό. Και σε όρους μαγειρικής, μπορεί αυτή η σεζόν να μην είναι για αστέρι Michelin, αλλά έχει τις comfort food στιγμές της που ξέρει να τις φτιάχνει με τον πιο χορταστικό τρόπο.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων