Θα το βρείτε: Amazon Prime Video
Σύνοψη: Για την οικογένεια της Μπεθ, ο θείος Φρανκ ήταν πάντα διαφορετικός. Όταν η ίδια μετακομίζει στην Νέα Υόρκη για να φοιτήσει στην σχολή όπου ο θείος της είναι καθηγητής, θα μάθει τον πραγματικό λόγο για τον οποίο ο εξοστρακισμένος Φρανκ επιστρέφει σπάνια στο μέρος που μεγάλωσε.
Άποψη: Μετρώντας δύο χρόνια μακριά από το κινηματογραφικό τοπίο, ο Πολ Μπετάνι επιστρέφει με έναν ρόλο διαφορετικό από αυτόν του Ντράιντεν Βος από το “Solo: A Star Wars Story” και του Vision στους Avengers και δοκιμάζει τις δυνάμεις του στον Νότο της Αμερικής στην δεκαετία του 1970 όντας γκέι. Ανέκαθεν γοητευτικός ο ίδιος, αλλά και με μεγάλο υποκριτικό εκτόπισμα στα πρότζεκτ που επιλέγει, ο Μπέτανι διαθέτει την ευκολία του να σε παρασύρει στον εκάστοτε χαρακτήρα, στις προθέσεις του και το παρελθόν του απλά με το βλέμμα του. Εν προκειμένω, δεν χρειάζονται παραπάνω από δύο σκηνές για να καταλάβουμε ότι ο ‘θείος Φρανκ’ είναι πολύ ευαίσθητος για την απαίδευτη οικογένειά του, ειδικά για τον μάτσο πατέρα του. Το “Uncle Frank” είναι μία ταινία για έναν πρωταγωνιστή που αγωνιά και εκλιπαρεί ενδόμυχα για αποδοχή, όπως και η ίδια η ταινία εν τέλει.
Η ιστορία ξεκινά με την αφήγηση της έφηβης Μπεθ για τον θείο Φρανκ. Η Σοφία Λίλις είναι πάντα μία ευχάριστη έκπληξη σε έφηβο ρόλο (όπως στα “I Am Not Okay with This” και “Sharp Objects”) και εδώ δεν απέχει πολύ από την εύπλαστη αυτή ηλικία όπου η ειδωλοποίηση είναι συχνό φαινόμενο. Η συγκεκριμένη κατάσταση ταιριάζει γάντι σε θείο και ανηψιά γιατί ανεξάρτητα από την χημεία των χαρακτήρων και την ταύτιση σε ενδιαφέροντα, ο Μπέτανι και η Λίλις δίνουν την αίσθηση ότι είναι φτιαγμένοι από τα ίδια υλικά. Η αύρα που φέρνουν είναι ομοιότυπη και παρότι γίνεται αντιληπτό στην πορεία της ταινίας ότι είναι οι πιο συγκρατημένοι με τα συναισθήματά τους (ή προσπαθούν έστω), είναι αυτοί που τα βιώνουν στο έπακρο.
Το καστ συνέχισε να πέφτει διάνα και στους υπόλοιπους χαρακτήρες όμως δυστυχώς για αυτούς το σενάριο του Άλαν Μπολ των εμβληματικών “Six Feet Under” και “American Beauty” δίνει στους συμπρωταγωνιστικούς ρόλους μία γραφική προσέγγιση, επίπεδη στην απόδοσή της και στερεοτυπική άνευ λόγου. Επί της ουσίας, ο Πίτερ Μακντίσι (“Six Feet Under”) υποδύεται τον χαρωπό φίλο/προστάτη του Φρανκ στη Νέα Υόρκη του ’70 ενώ ο Στέφεν Ρουτ τον δικάζει ως άκαρδος πατέρας και η Μάργκο Μάρτινντέιλ τον αποδέχεται με κλάματα στα μάτια (αφού έχει αποβιώσει ο απότομος πατέρας φυσικά). Όλοι ανεξαιρέτως πετυχαίνουν να βρίσκονται σε αρμονία με τον ρόλο τους όμως τα γνώριμα χαρακτηριστικά τους κάπου ενοχλούν μέσα στην γενική αφήγηση.
Ο θάνατος του πατέρα δίνει αφορμή για θείο και ανηψιά να ξεκινήσουν ένα μεγάλο roadtrip για να βρεθούν μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια και είναι ο δρόμος που θα φέρει μνήμες στον Φρανκ αλλά και την δύναμη να ανοιχτεί λίγο παραπάνω στην νεαρή Μπεθ που περνάει την δική της coming of age ιστορία. Σχεδόν μπορούμε να δούμε τι θα πάει άσχημα σε αυτήν την επιστροφή όπως και να ακούσουμε την έκρηξη θυμού που θα επέλθει από τον καταπιεσμένο Φρανκ.
Και αυτό γιατί το “Uncle Frank” επιλέγει να μιλήσει για την ομοφοβία και την ομοφυλοφιλία με τον πλέον συνηθισμένο τρόπο και με μόνα του όπλα δύο πολύ καλές ερμηνείες. Τα flashbacks του παρελθόντος δύσκολα δικαιολογούν την καταναγκαστική θέση τους από την μέση και μετά και σίγουρα δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι από την στιγμή που ο ‘κακός’ της παρέας (σε αυτήν την περίπτωση ο πατέρας) βγαίνει εκτός όλα μοιάζουν με έναν κακό εφιάλτη.
H ταινία στριμάρει στο Amazon Prime Video.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων