Θα το βρείτε: Cosmote TV
Σύνοψη: Ο Τρόι Μάξον ζει στο Πίτσμπουργκ στην δεκαετία του ’50, δουλεύοντας στα απορριμματοφόρα. Το όνειρο του ήταν να γίνει επαγγελματίας μπεϊζμπολίστας, αλλά ήταν ήδη μεγάλος όταν επιτράπηκε η συμμετοχή μαύρων αθλητών στο πρωτάθλημα. Χωρίς να μπορέσει να ξεπεράσει την πικρία του, ο Τρόι δημιουργεί διαρκώς εντάσεις στην οικογένεια του, προσπαθώντας να ελέγξει κάθε τους κίνηση.
Άποψη: Ο κόσμος του Τρόι Μάξον, είναι συγκεκριμένος, τακτοποιημένος και ασφαλής. Από την Δευτέρα μέχρι την Παρασκευή, μαζεύει σκουπίδια στους δρόμους του Πίτσμπουργκ, τα απογεύματα θα περάσει από το στέκι του για μια μπίρα, και τις Παρασκευές, θα πάει στο σπίτι του για να πιει μαζί με τον παιδικό του φίλο, Μπόνο, να ακουμπήσει το βδομαδιάτικο του στην στωική και αγαπημένη του γυναίκα, Ρόουζ, και να ευχαριστηθεί την ζωή του ως πατριάρχης που κατάφερε να τα φέρει βόλτα γι αυτόν και την οικογένεια του.
Το Fences, είναι το καλύτερο θεατρικό έργο που έγραψε ο Όγκουστ Γουίλσον, ένα βραβευμένο κείμενο από το 1983, το οποίο ο πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης της ταινίας, Ντένζελ Γουάσιγκτον είχε ανεβάσει με επιτυχία το 2010 στο Μπρόντγουεϊ. Είναι ένα έργο γραμμένο και παιγμένο από μαύρους, αν και το θέμα του δεν περιορίζεται σε φυλετικά ζητήματα, αλλά αφορά τους πάντες.
Η ταινία διαδραματίζεται κυρίως στην πίσω αυλή του σπιτιού του Τρόι. Εκεί, μέσα από μονολόγους, ο πρωταγωνιστής μας παρουσιάζει την εικόνα που έχει για τον κόσμο, την οικογένεια και τις ευθύνες της ζωής, αλλά και τις πικρίες για τις χαμένες ευκαιρίες που δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει. Έχει δύο παιδιά, έναν μουσικό και έναν μικρότερο, ταλέντο στο Αμερικανικό ποδόσφαιρο. Δεν εγκρίνει καμία από τις δυο δουλειές, μια που στο μυαλό του δεν μπορούν να εγγυηθούν ένα σταθερό εισόδημα, προκαλώντας τριβές στις σχέσεις του με του γιους του. Ο βράχος του είναι η γυναίκα του Ρόουζ, που έχει αποδεχθεί τον ρόλο της ως συζύγου, χωρίς να του ζητά κάτι παραπάνω. Αλλά όσο η ταινία προχωρά, βλέπουμε ότι οι επιλογές των παιδιών του, τον εκνευρίζουν επίσης, επειδή προσπαθούν να ζήσουν μια ζωή πολύ πιο ελεύθερη από αυτήν που τελικά έζησε. Και η γυναίκα του, είναι και αυτή μία αυτόνομη προσωπικότητα, που την έχει λανθασμένα, ως δεδομένη και αυτήν και τις ανάγκες της. Στο τέλος, ο κόσμος του Τρόι αποδεικνύεται εντελώς προσωποκεντρικός. Όλη η φροντίδα του, ακόμη και η αγάπη του. πηγάζουν από την δική του και μόνο ανάγκη να φροντίσει και να αγαπήσει, και λογικά θα οδηγήσει σε αγεφύρωτες συγκρούσεις με τους ανθρώπους του.
Το Fences είναι ένα δυνατό θεατρικό έργο, βασισμένο στην μεγάλη παράδοση του Ευγένιου Ο’Νιλ και του Άρθουρ Μίλερ. Ο Ντένζελ Γουάσιγκτον θέλησε να το μεταφέρει στον κινηματογράφο, και το καταφέρνει καλά. Οι ηθοποιίες είναι εξαιρετικές. Και ο ίδιος και η Βαϊόλα Ντέιβις (How To Get Away With Murder) που υποδύεται την Ρόουζ, προτάθηκαν για Όσκαρ, ενώ πλαισιώνονται από τον Στέφεν Χέντερσον (Lincoln) έναν βετεράνο των θεατρικών του Γουίλσον και τον νεαρό Τζοβάν Αντέπο. Η φωτογραφία της Δανέζας Σαρλότ Μπρους Κρίστενσεν, συνεργάτιδας του Τόμας Βίτενμπεργκ, δίνει αέρα και ενδιαφέρον σε ένα μονότονο σκηνικό στο οποίο διαδραματίζεται η πλοκή.
Αυτά είναι τα καλά. Γιατί, αυτό που μας άφησε με απορία σε μία κατά τα άλλα πολύ καλογυρισμένη παραγωγή, είναι η ίδια η απόφαση να γυριστεί η ταινία. Δεν θα πρέπει να ενοχλήσει το στατικό θέαμα μιας θεατρικής παράστασης γυρισμένη για τον κινηματογράφο. Σε αυτή την περίπτωση, ο θεατής υποτίθεται ότι ξέρει τι θα παρακολουθήσει. Αλλά το ίδιο το έργο, και με την σημείωση πως δεν το έχω δει στη σκηνή, δείχνει ξεπερασμένο. Όπως ίσως ξεπερασμένα είναι και τα έργα του Ο’Νιλ και του Μίλερ, σήμερα. Οι ήρωες αναλώνονται σε μονολόγους, συχνά με ρυθμούς πολυβόλου, τα διλήμματα είναι από άλλη εποχή, ενώ ο σεβασμός του Γουάσιγκτον στο κείμενο έχει ως αποτέλεσμα, τουλάχιστον 45 λεπτά περισσότερα από ότι θα έπρεπε. Στα ενοχλητικά, και το ότι αγράμματοι άνθρωποι λένε τόσο πυκνούς και φιλοσοφημένους διαλόγους, όπου δεν βλέπεις τους χαρακτήρες, αλλά τον άνθρωπο που τους τους έγραψε.
Πιο πριν έγραψα ότι ο Γουάσιγκτον τα κατάφερε καλά. Δεν είναι αντίφαση. Από τη στιγμή που διάλεξε το θέμα του, έκανε μία πολύ καλή ταινία. Η ένσταση βρίσκεται στο ίδιο το θέμα. Ίσως να ήταν ένα προσωπικό του απωθημένο. Η ταινία πήγε καλά στην Αμερική, αλλά στην Ευρώπη πέρασε απαρατήρητη, όπως εδώ που κυκλοφόρησε κατ ευθείαν σε DVD. Της αξίζει πάντως μια ευκαιρία, αρκεί αυτοί που θα την δουν να ξέρουν ότι πρόκειται να παρακολουθήσουν θέατρο στο σαλόνι του σπιτιού τους.
Bασίλης Παπαστεργίου
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων