Σύνοψη: 1950. Ο Ζα-ζα Κόρντα (Μπενίσιο ντελ Τόρο),αινιγματικός βιομήχανος και ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στην Ευρώπη, επιβιώνει από άλλη μία απόπειρα δολοφονίας (το έκτο του αεροπορικό δυστύχημα). Οι περίπλοκες και αδίστακτες επιχειρηματικές του πρακτικές τον έχουν μετατρέψει σε εχθρό όχι μόνο στα μάτια των ανταγωνιστών του, αλλά και ξένων κυβερνήσεων πάσης ιδεολογίας, καθώς έχει μπει στο στόχαστρο δολοφόνων.
Πλέον, βρίσκεται στο τελικό στάδιο ενός δεκαετούς σχεδίου που θα καθορίσει την καριέρα του: το Φοινικικό Σχέδιο Υποδομής Κόρντα, με σκοπό την εκμετάλλευση μιας εν δυνάμει πλούσιας, παραμελημένης περιοχής.
Άποψη: Ας το παραδεχτούμε, ο Γουές Άντερσον έχει να κάνει ουσιαστικά καλή ταινία μεγάλου μήκους από το Grand Budapest Hotel (2014), ίσως με εξαίρεση το αξιαγάπητο Isle of Dogs (2018) και αυτό επειδή έχει σκυλάκια.
Έκτοτε στράφηκε σε ένα εσωστρεφές, περίκλειστο στον δικό του εικονοκλαστικό κόσμο γεωμετρικής εμμονής και παστέλ χρωματισμών που τον καθιέρωσαν αλλά και τον τυποποίησαν, σε ένα σινεμά που λειτουργεί περισσότερο ως καλλιτεχνικό λογότυπο παρά ως αφηγηματικό σινεμά.
Σε συνέχεια του French Dispatch (2021) και του Asteroid City (2023), ο σκηνοθέτης συνεχίζει μια περιοδεία πολιτικών χρωματισμών, χωρίς ωστόσο να έχει κάποια ουσιαστική διάθεση να ασκήσει κριτική ή να κάνει σάτιρα, παρά μόνο παρωδία κοινωνικών συμβάσεων και πολιτικών επιλογών.
Στο Φοινικικό Σχέδιο, ο πάμπλουτος Ζα-ζα Κόρντα, ωσάν άλλος φοίνικας, αναγεννιέται συνεχώς από τις στάχτες του, όσο επιχειρούν να τον σκοτώσουν. Μόνο που αν κάποιος περιμένει πως αυτή η αρχική πλοκή θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κατασκοπευτική περιπέτεια ή κωμωδία, μάλλον θα απογοητευτεί, καθώς για άλλη μια φορά η ιστορία χρησιμοποιείται προσχηματικά, απλώς για να στηθεί ένα καλαίσθητο και αρμονικό παλίμψηστο αστείων ηρώων ή καλύτερα καρικατούρων μιας και δεν έχουν καμία βαρύτητα ως άνθρωποι εκτός της κωμικής βινιέτας που καλούνται να εξυπηρετήσουν.
Έτσι, εμφανίζονται (και χαραμίζονται) οι Τομ Χανκς και Μπράιαν Κράνστον σε μια από τις πιο αστείες σκηνές της ταινίας επίδειξης μπασκετικών δυνατοτήτων, η Σκάρλετ Τζοχάνσον βγαλμένη από την νοσταλγική γήινη παλέτα του Moonrise Kingdom, χωρίς να εξυπηρετεί σε κάτι ο ρόλος της πέρα από ένα ωραίο cameo μιας διάσημης ηθοποιού, ή ο Benedict Cumberbatch γενειοφόρος, σε έναν ρόλο που είναι πιο αστείος εμφανισιακά παρά σεναριακά.
Ο Μπενίσιο ντελ Τόρο βέβαια στον κεντρικό ρόλο έχει τρομερή κωμική ρέντα και έτσι χαίρεσαι να τον ακολουθείς στο ταξίδι σου, παρότι γνωρίζεις πως δυστυχώς για άλλη μια φορά δεν θα οδηγήσει πουθενά, μιας και υπηρετεί πρωτίστως την εικόνα και την γεωμετρική δομή του πλάνου, έχοντας φυσικά για άλλη μια φορά στο πλευρό του τον έμπειρο Bruno Delbonnel που εναλλάσσεται και προσαρμόζεται στο έγχρωμο και στις εμβόλιμες ασπρόμαυρες σκηνές του Παραδείσου, σε μια προσπάθεια ψυχαναλυτικής και υπαρξιακής αναζήτησης που πολύ πιο καίρια έχουν καταθέσει από τον Ingmar Bergman μέχρι τον Woody Allen και τον Bruno Dumont.
Ένας ακόμα σταθερός συνεργάτης του, ο συνθέτης Alexandre Desplat, υπογράφει την μουσική της ταινίας, αυτή την φορά δίνοντας έναν εντονότερο ρυθμό που με το τέμπο του συγκρατεί κάπως μια ιστορία που μοιάζει να φυλλοροεί και να διαλύεται πασπαλισμένη με ροζ πουτίγκα και παστέλ φορεματάκια. Ελπίζουμε σε μια κινηματογραφική αναγέννηση του Άντερσον, που ενώ έχει την εικόνα, έχει την φόρμα, έχει χάσει την διάθεση να αφηγηθεί κάτι που θα μπορούσε να σταθεί από μόνο του. Γιατί αν σε μια κινηματογραφική ταινία, το μόνο καλό που έχει να πει κάποιος είναι πόσο ωραία χρώματα έχει, τότε μάλλον κάτι έχουμε χάσει από την ουσία του κινηματογράφου. Οφείλουμε να ομολογήσουμε όμως ότι βλέπεται πολύ πιο διασκεδαστικά από το Asteroid City που είχε φτάσει την μανιέρα του σε δυσθεώρητα ύψη αυτοϊκανοποίησης.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων