Σύνοψη: Σε έναν δυστοπικό, μελλοντικό κόσμο, ο πλανήτης πάσχει από έλλειψη τροφίμων και γι’ αυτό καλλιεργούνται γενετικά τροποποιημένοι σπόροι. Ωστόσο, οι καλλιέργειες συνθετικών τροφίμων θα αρχίσουν να καταρρέουν, ενώ ομάδες προσφύγων περνάνε από εξετάσεις για να διαπιστωθεί αν έχουν τα γενετικά κριτήρια, ώστε να ζήσουν σε όσες πόλεις έχουν ακόμα ζωή. Ο καθηγητής Έρολ Έριν και ο Αντρέι θα αρχίσουν ένα ταξίδι αναζήτησης με στόχο να βρουν τον επιστήμονα που διατύπωσε την ιδέα του «γενετικού χάους» και εν τέλει να βρουν τη πολυπόθητη λύση και την προσωπική αλήθεια.
Άποψη: Ο Tούρκος σκηνοθέτης Σεμίχ Καπλάνογλου, μετά την τριλογία του Γιουσούφ («Αυγό», «Γάλα», «Μέλι»), το τρίτο μέρος της οποίας του έδωσε την Χρυσή Άρκτο στο φεστιβάλ Βερολίνου το 2010, επιστρέφει μετά από 8 χρόνια απουσίας, με την πρώτη του αγγλόφωνη και διεθνή παραγωγή, τον «Σπόρο» («Grain»). Είναι επίσης η πρώτη φορά που καταπιάνεται με το είδος της επιστημονικής φαντασίας. Απόγονος του ποιητικού κινηματογράφου του Αντρέι Ταρκόφσκι αλλά και της ποιητικής απλότητας του καθημερινού βίου του Αμπάς Κιαροστάμι, με τα μακρόσυρτα, σιωπηλά αγγελοπουλικά πλάνα, εγκαταλείπει την τουρκική επαρχία και τους απλούς ανθρώπους, για να μετακινηθεί σε έναν μελλοντολογικό, μετα-Αποκαλυπτικό κόσμο, που ωστόσο μιλάει για τη σημερινή ζοφερή πραγματικότητα.
Ενδεικτικό στοιχείο της αλλαγής περιβάλλοντος σε σχέση με προηγούμενες ταινίες είναι η σύγκριση της –με τον ίδιο ακριβώς τρόπο γυρισμένης- σκηνή στο αυτοκίνητο από το «Αυγό», όταν ο Γιουσούφ πάει στη μάνα του διανύοντας την τουρκική επαρχία και η σκηνή που ο καθηγητής στον «Σπόρο» περνάει μέσα από σχεδόν εμπόλεμες περιοχές. Δημιουργεί μία ταινία φιλοσοφικών αναζητήσεων και θρησκευτικών αναφορών -καιόμενη βάτος, λιθοβολισμός, ένας παραλίγο χωρισμός των υδάτων-, τόσο από το Κοράνι (εμπνεύστηκε από 29 στίχους του Κορανίου που μιλούν για τον Μωυσή, ο οποίος, ενώ πίστευε ότι ξέρει τα πάντα, καταλήγει σε μία σωκρατική αυτοαμφισβήτηση και ψάχνει να βρει κάποιον που ξέρει περισσότερα), και από την φιλοσοφία των Σούφι (ασκητικές, μυστικιστικές κοινότητες του Ισλάμ), όσο και από τα Ευαγγέλια. Ο καθηγητής (Jean-Mark Barr), μία μεσσιανική φιγούρα, σαν άλλος Μωυσής, ξεκινάει το ταξίδι στις Νεκρές Γαίες, με στόχο να βρει την σωτηρία του κόσμου. Από την άλλη, o Τζεμίλ Άκμαν (Ermin Bravo), ο δημιουργός της θεωρίας του γενετικού χάους, έχει καταφύγει σε μία ερειπωμένη πλέον περιοχή, και με τη διατριβή του έχει «προφητέψει» τις καταστροφές του κόσμου.
Ενώ αποτελεί μία ενδιαφέρουσα αλληγορική παρουσίαση της σημερινής εποχής, εντούτοις σκοντάφτει στο εμπόδιο που ονομάζεται Ταρκόφσκι. Ο Καπλάνογλου εμπνέεται από το «Stalker» του ρώσου auteur, σε αντίθεση όμως με εκείνο που εξερευνεί διαχρονικά ζητήματα, χωρίς να δίνει απαντήσεις, ανοίγοντας έτσι έναν ανοιχτό διάλογο με τον θεατή, ο τούρκος σκηνοθέτης, άπειρος ως προς αυτό το είδος, οδηγείται κάποιες φορές σε απλουστεύσεις, και παρά το φιλοσοφικό μονοπάτι που ακολούθησε, καταλήγει σε απλές λύσεις παρηγοριάς, που ακυρώνουν ως έναν βαθμό την προγενέστερη συλλογιστική της ταινίας. Σταδιακά εγκλωβίζεται στους δύο ήρωες και εγκαταλείπει άλλες ενδιαφέρουσες υποϊστορίες, όπως το προσφυγικό, με το οποίο ξεκινά η ταινία και μετά λες και ξέχασε ότι αναφέρθηκε σε αυτό και έστησε ολόκληρα στρατόπεδα συγκέντρωσης από την αντίστροφη, δηλαδή εντός ζουν οι γενετικά προνομιούχοι, και εκτός αφήνονται να πεθάνουν οι υπόλοιποι. Οι δύο πρωταγωνιστές δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό, ενώ η εξαιρετική ασπρόμαυρη φωτογραφία του Giles Nuttgens (Hell or High Water) εντείνει την αίσθηση ξηρασίας και θανάτου που στέκει σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από την ανθρωπότητα. Μία αξιόλογη ταινία, που ωστόσο παγιδευμένη στα μεγάλα νοήματα που θέλει να θίξει, χάνει τον συμβολικό μινιμαλισμό των προηγούμενων ταινιών του, και έτσι δεν εκπληρώνεται πλήρως το όραμα για κάτι πιο διαχρονικό.
Παύλος Γκουγιάννος
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων