Σύνοψη: Δύο δισεκατομμύρια γήινα χρόνια μετά, στο μέλλον, η τελευταία γενιά ανθρώπων βρίσκεται στο χείλος του αφανισμού. Από τον μακρινό, εποικισμένο τους πλανήτη, στέλνουν ένα ύστατο κινηματογραφημένο μήνυμα στους σημερινούς κατοίκους της Γης.
Ενώ πλάνα από επιβλητικά μνημεία της πρώην Γιουγκοσλαβίας προβάλλονται στην οθόνη στην πρώτη και τελευταία σκηνοθετική απόπειρα του συνθέτη Γιόχαν Γιόχανσον (1968-2018)
Γνώμη: Στο 70’ του “Last and First Men” δεν υπάρχει ίχνος ανθρώπινης ζωής. Η παρουσία του ανθρώπινου γένους στον πλανήτη μας υποδηλώνεται από τα πλάνα των τεράστιων spomeniks, των μνημείων πολέμου που ανεγέρθηκαν επί Τίτο σε σημεία που έγιναν μαζικές εκτελέσεις ή υπήρχαν στρατόπεδα συγκέντρωσης στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Και από τη φωνή της Τίλντα Σουίντον, η οποία έρχεται σε εμάς από το μέλλον, για να μας αφηγηθεί τις ύστατες προσπάθειες των τελευταίων ανθρώπων να επιβιώσουν, καθώς η Γη πεθαίνει.
Το σενάριο που συνυπογράφει ο Γιόχαν Γιόχανσον με τον Χοσέ Ενρίκε Μασιάν είναι βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο επιστημονικής φαντασίας του Όλαφ Στάπλεντον, ενώ το λεύκωμα “Spomeniks” του Δανού φωτογράφου Γιαν Κεμπένερς υπήρξε η έμπνευση για να πραγματοποιήσουν, ο Γιόχανσον και ο διευθυντής φωτογραφίας Στούρλα Μπραντθ Γκρόβλεν (“Victoria”, “Shirley”) ένα ταξίδι στα Βαλκάνια για να αποτυπώσουν σε ασπρόμαυρο φιλμ 16mm αυτούς τους γκροτέσκους ογκόλιθους, απόπειρα κατάκτησης της υστεροφημίας σε ένα σύμπαν που αδιαφορεί για την ύπαρξή μας.
Με εμφανές το χρέος της στο “2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος”, ένα ανατριχιαστικό score από τον Γιόχανσον και τα εμπνευσμένα καδραρίσματα των μνημείων του Γκρόβλεν με φόντο έναν εκτυφλωτικό γκρι ουρανό, το “Last and First Men”, το οποίο είχε παρουσιαστεί και με συνοδεία ζωντανής μουσικής στο Barbican του Λονδίνου και την Όπερα του Σίδνεϊ, είναι ένα πρωτότυπο φιλμικό πείραμα, βαθιά φιλοσοφημένο, εικαστικά άρτιο, αλλά φτιαγμένο κυρίως για φεστιβαλικά κοινά. Είναι μια μίξη μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, η οποία μπορεί να εκτιμηθεί μόνο ως έργο τέχνης και όχι με τους κανόνες με τους οποίους αντιμετωπίζουμε μια κινηματογραφική ταινία, πόσο μάλλον όταν αυτή ανήκει στο είδος της επιστημονικής φαντασίας.
Η αφήγηση της Σουίντον, η επιλογή της οποίας είναι απόλυτα ταιριαστή δεδομένου ότι και η ίδια είναι μάλλον ένα εξελιγμένο είδος ανθρώπου, είναι εξαιρετική και η σύντομη διάρκεια του όλου εγχειρήματος το γλιτώνει από το να ξεχειλώσει ή να γίνει επαναλαμβανόμενο ή pretentious.
Το “Last and First Men” θα στέκεται λοιπόν από εδώ και πέρα ως ένα μνημείο προς τιμήν του πολυτάλαντου δημιουργού του, μια υπόσχεση για το τι θα μπορούσαμε να περιμένουμε από εκείνον εάν δεν είχε φύγει πρόωρα από τη ζωή και μια καταγραφή της αέναης προσπάθειας της ανθρωπότητας να αφήσει το στίγμα της μέσα στο χάος του σύμπαντος.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων