Σύνοψη: Για περισσότερο από δέκα χρόνια οι γονείς της, ο Άντι και η Βίκυ, ζουν μια διαρκή καταδίωξη, απελπισμένοι να κρύψουν την κόρη τους, Τσάρλι από μια σκιώδη Ομοσπονδιακή Υπηρεσία που θέλει να εκμεταλλευτεί το πρωτοφανές χάρισμά της για τη δημιουργία πυρκαγιάς σαν χρήση όπλου μαζικής καταστροφής.
Ο Άντι έχει διδάξει την Τσάρλι διάφορους τρόπους με τους οποίους μπορεί να εκτονώνει τη δύναμή της, η οποία προκαλείται από θυμό ή από πόνο. Ύστερα από ένα περιστατικό που αποκαλύπτει την τοποθεσία που κρύβεται η οικογένεια, ένας μυστηριώδης πράκτορας αναλαμβάνει την αποστολή να κυνηγήσει την οικογένεια και να παγιδεύσει την Τσάρλι μια για πάντα.
Άποψη: Δεύτερη κινηματογραφική διασκευή του ομώνυμου βιβλίου του Stephen King, έπειτα από την ταινία του 1984 με την ανήλικη τότε Drew Barrymore αλλά και μια μίνι σειρά-σίκουελ της πρώτης ταινίας, το 2002. Οι πυροκινητικές δυνατότητες της μικρής Τσάρλι, πυροδοτούνται αυτή την φορά από τον όχι τόσο έμπειρο (και είναι εμφανές) Keith Thomas σε σενάριο-διασκευή Scott Teems, σε μια αδύναμη μεταφορά του σύμπαντος του King, που στο συγκεκριμένο βιβλίο και ταινία, όχι απλώς δεν κρύβει τις πάγιες εμμονές του, αλλά γυρνούν μπούμερανγκ στην πλοκή, κουράζοντας τον θεατή, παρά αποκαλύπτοντάς του μυστηριώδη μονοπάτια της ανθρώπινης υπόστασης.
Παιδιά με πρωτοφανείς δυνάμεις (Κάρι, Το Ινστιτούτο, Αργότερα), απειλή για τον οικογενειακό δεσμό (Νεκροταφείο Ζώων), η άλλη κρυμμένη-θαμμένη Αμερική (Λάμψη), όλα αυτά παρελαύνουν πιο ανέμπνευστα από άλλες ιστορίες του μετρ του τρόμου, σε μια προσπάθειά του να μιλήσει για την ενδόμυχη δύναμη των διαφορετικών ανθρώπων, των καταπιεσμένων, των μειονοτήτων αλλά και της σημασίας του να ξέρεις να διαχειρίζεσαι τις δυνάμεις (ή τα συναισθήματά) σου. Πρόσφατα είδαμε μάλιστα την εξαιρετική ταινία της Pixar, Turning Red, που στήνοντας μια αλληγορία για την περίοδο, μας μιλάει για την διαχείριση των συναισθημάτων που όσο τα κρύβεις τόσο γιγαντώνονται. Και αυτό μας το έδειξε ήδη από τις πρώτες σκηνές.
Στην Πύρινη Οργή ο σεναριογράφος προσπαθεί να μας επαναφέρει συνεχώς τις βασικές ιδέες της ιστορίας μα ούτε πείθουν, ούτε εν τέλει χρησιμεύουν αφηγηματικά.
Είναι ορατή ήδη από το πρώτο μισάωρο η παντελής έλλειψη ιδεών και νοημάτων και έτσι η Blumhouse, που μας έχει συνηθίσει στον τρόμο, πλάθει μια φλύαρη παράθεση γεγονότων χωρίς τρομερή δράση, χωρίς έντονο τρόμο πέρα από λίγο body horror και σίγουρα χωρίς καλές ερμηνείες, αρχίζοντας από τον πολύ κατώτερο των περιστάσεων Zac Efron, στον ρόλο του πατέρα. Ένας ηθοποιός που δεν είναι ατάλαντος αλλά μπορεί να υπηρετήσει συγκεκριμένα concept και μάλλον αυτό δεν ήταν ένα από εκείνα που θα μπορούσε.
Η ταινία του 1984, μπορεί να μην είναι αριστούργημα, ωστόσο πέραν την καλοκάγαθης καλτίλας των 80s είχε την Barrymore, την Heather Locklear, τον Martin Sheen, τον Art Carney, τον George C. Scott. Ακόμα και η σειρά του 2002 είχε τον Malcolm McDowell και τον Dennis Hopper. Αν εξαιρέσουμε κάποιες σκηνές flashback από την εποχή που γνωρίστηκαν οι γονείς, και σε σχέση με τον παραδοσιακό τρόπο που αποδόθηκαν στην πρώτη ταινία, ίδιο σκηνοθετικά με την υπόλοιπη ταινία, εδώ υπήρχε μια σκηνοθετική και μονταζιακή ιδιαιτερότητα, η οποία εντούτοις εξαντλήθηκε εκεί, οδηγώντας στην δημιουργία ενός αργού, ανέμπνευστου και καθόλου καυτού δημιουργήματος. Γιατί αν ο King είχε βρει την δική του Λάμψη καυτή και του Kubrick κρύα, τι να πει κανείς για αυτή την παγερή και στουντιακά στημένη εκδοχή.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων