Mank

Μαγική ανασύσταση μιας αξέχαστης κινηματογραφικής εποχής με ένα κομψοτέχνημα βγαλμένο από τα υγρά όνειρα κάθε film buff και μια συγκλονιστική ερμηνεία του Γκάρι Όλντμαν, αλλά και μια σινεφίλ εμμονική φρενίτιδα, αλλά και ασέβεια προς τον Όρσον Ουέλς που ενίοτε ενοχλεί. Το "Mank" του Ντέιβιντ Φίντσερ στριμάρει στο Netfix:

Mank - κριτική ταινίας

Θα το βρείτε: Netflix

Ο αλκοολικός σεναριογράφος Χέρμαν Τζ. Μάνκιεβιτς βρίσκεται σε ένα ράντσο στην Καλιφόρνια το 1940, όπου προσπαθεί να αναρρώσει από ένα τροχαίο ατύχημα, να απεξαρτηθεί (τουλάχιστον προς το παρόν) από το αλκοόλ και να ολοκληρώσει το σενάριο για την πρώτη ταινία του «παιδιού-θαύματος» 24χρονου Όρσον Ουέλς. Έχει 60 ημέρες για να τα καταφέρει.

Θα πρέπει όμως πρώτα να παλέψει με τους προσωπικούς του δαίμονες: τον αλκοολισμό, τον τζόγο, την τάση του για αυτοκαταστροφή, την ορμή του να εισβάλει παντού σαν ταύρος σε υαλοπωλείο, να λέει την γνώμη του χωρίς να τον ενδιαφέρουν οι συνέπειες.

Όμως το αυθεντικό του ταλέντο, οι ανεξάντλητες ιδέες του, ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο συντάσσει την ροή του κειμένου του, θα οδηγήσουν τελικά «στο καλύτερο σενάριο της ζωής του», αυτό που τελικά θα τον οδηγήσει στο Όσκαρ, αλλά και που τελικά θα καταστρέψει και την επαγγελματική του καριέρα.

Ο λόγος; Δεν πρόκειται για fiction ιστορία. Ο Χένρι Μάνκιεβιτς («Μανκ») γνώριζε προσωπικά τον Ουίλιαμ Ράντολφ Χερστ, μεγαλοεκδότη και κινηματογραφικό παραγωγό (σε περισσότερα από 200 μικρού και μεγάλου μήκους φιλμ) της εποχής, από τον οποίο εμπνεύστηκε τον χαρακτήρα του Τσαρλς Φόστερ Κέιν.

Και μέσα από ένα πινγκ πονγκ από φλασμπάκ, ο Ντέιβιντ Φίντσερ μας αποκαλύπτει την οπτική του Μανκ για το αθέατο και βρώμικο Χόλιγουντ, την επιρροή των media, τα υποχθόνια πολιτικά παιχνίδια προπαγάνδας. Ένας αφανής και αδικημένος ήρωας πίσω από την συγγραφή του σεναρίου της κορυφαίας ταινίας όλων των εποχών (για την μεγάλη πλειοψηφία κοινού και κριτικών), ένα ερωτικό γράμμα του Ντέιβιντ Φίντσερ στο κορυφαίο φιλμ του Όρσον Ουέλς, αλλά και σε μια ολόκληρη και αξέχαστη χρυσή κινηματογραφική εποχή.

Ένας παράδεισος για κάθε film buff, με λεπτομέρειες λεπτοβελονιά καμωμένες, μια εκπληκτική αναπαράσταση της αισθητικής της Αμερικής των 30ς και 40ς, μέσα από σκηνικά, κοστούμια και γενικότερη καλλιτεχνική διεύθυνση χρησιμοποιώντας την ψηφιακή τεχνολογία με σεβασμό και εντελώς λειτουργικά ώστε να θυμίσει μέχρι και τον τρόπο με τον οποίο γυρίζονταν οι ταινίες τότε (!), ενώ η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Έρικ Μέσερσμιντ («Mindhunter»), απλά κεντάει. Μαγεία.

Ο Φίντσερ μιλά ουσιαστικά για έναν φόρο τιμής στον «Πολιτική Κέιν» με ένα ανεπίσημο, συναρπαστικό making of, κινηματογραφημένο με πολλές ομοιότητες με το θρυλικό φιλμ. Και έναν Δον Κιχώτη, τον Μανκ, πίσω από αυτό. Ένας παθιασμένος καλλιτέχνης με ατέλειες και πάθη: μόνο ένας τέτοιος θα μπορούσε να περιγράψει τόσο εύστοχα έναν λαμπερό κόσμο με ατέλειες και πάθη εξίσου.

Παράλληλα καταφέρνει και ένα επίκαιρο σχόλιο σύνδεσης του παρελθόντος με το παρόν.

Τα μεγάλα στούντιο, αλλά και πλέον οι streaming κολοσσοί, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τις ταινίες σαν εμπόρευμα. Οι καλλιτέχνες παραμένουν αναλώσιμοι.

Την ίδια στιγμή όμως, η συμπεριφορά του προς τον Όρσον Ουέλς είναι αναπάντεχα εχθρική. Τον έχει μονίμως στο περιθώριο, τον εμφανίζει ελάχιστα και εντελώς μονοδιάστατα σαν έναν «κλέφτη ιδεών», έναν ιδιοφυή αλλά μεγαλομανή δημιουργό που δεν θα υπολογίσει τίποτα για να πετύχει τον σκοπό του, με μια τελική σκηνή λογομαχίας μεταξύ των δυο τους, σχεδόν ντροπιαστική για το μεγαλείο του.

Μια αντιμετώπιση που θα όφειλε να ήταν περισσότερο προσεκτική προς έναν μύθο του σινεμά, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που όλα όσα παρακολουθούμε (και άρα και το σενάριο του πατέρα του Ντέιβιντ Φίντσερ, Τζακ) βασίζονται στο άρθρο της διάσημης κριτικού κινηματογράφου Πόλιν Κέιλ «Raising Kane», που με την σειρά του βασίζεται σε έρευνα, αλλά και σε φήμες και εικασίες.

Την κατάσταση δεν βοηθά η παρέλαση από την οθόνη προσώπων και καταστάσεων στα οποία ο Φίντσερ δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει τι και γιατί συμβαίνει, θεωρεί δεδομένο ότι τα γνωρίζεις ή αν όχι, απαιτεί από εσένα να τα αναζητήσεις και να μάθεις.

Αφήνει τις καταστάσεις και τους χαρακτήρες «να μιλήσουν από μόνα τους», όμως αυτή η σινεφίλ εμμονική φρενίτιδα που τον διακατέχει εδώ, δύσκολα θα γίνει αντιληπτή από τον μέσο (και τον πιο νεαρό) θεατή και αν η ταινία είχε βγει στις αίθουσες, βάζω στοίχημα ότι η εμπορική της πορεία θα ήταν δυσανάλογη της κριτικής της αποδοχής.  

Αυτό φυσικά δεν ακυρώνει και τις εξαιρετικές ερμηνείες

Ξεκινώντας από την χολιγουντιανή στάρλετ που υποδύεται η Αμάντα Σέιφριντ με τα συγκλονιστικά μεγάλα και εκφραστικά της μάτια να πετούν σπίθες και να αποτελεί έναν πυλώνα καλοσύνης στον βάναυσο κόσμο του φιλμ, τον Άρλις Χάουαρντ στον ρόλο του μεγαλομανή και μηχανορράφου διευθυντή Μέγιερ , τον Τσαρλς Ντανς στον ρόλο του αριστοκράτη αλλά υποχθόνιου παραγωγού Χερστ, τον Τομ Μπερκ που δεν συνθλίβεται κάτω από τον όγκο της περσόνας του Ουέλς και φυσικά καταλήγοντας τον Γκάρι Όλντμαν.

Μια απίστευτα δουλεμένη ερμηνεία (που δεν υπάρχει καμία περίπτωση να μην βρεθεί στην πεντάδα των υποψήφιων για το Όσκαρ Ά Ανδρικού Ρόλου), μια συγκλονιστική εμφάνιση στον ρόλο ενός ανθρώπου δίνει μάχη με τα πάθη του, αλλά παραμένει ευφυής, λαμπερός, αδιαφορώντας για την εμφάνισή του, για τα σχόλια στον περίγυρο, για την τελική του ήττα. Πικρόχολος, με εσωτερική θλίψη ζωγραφισμένη ανάγλυφα στην ματιά του, αλλά εκστατικός ειδικά σε μια μεγαλειώδη τελική σκηνή που αναπαριστά τον Πολίτη Κέιν στα μάτια του ίδιου του «Πολίτη Κέιν», μεθυσμένος, μέσα σε παραζάλη, αλλά με την ματιά του να πετά σπίθες, ένας μεγαλοπρεπής τραγικός ήρωας.

Πρώτη δημοσίευση: 4 Dec 2020, 18:32
Ενημέρωση: 4 Dec 2020, 20:55
Συντάκτης: 
Τίτλος:
Mank
Σκηνοθεσία: 
Χώρα: 
Έτος: 
Διάρκεια: 
131
Εταιρία διανομής: 
Πλατφόρμα Streaming: 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

BOX OFFICE

Ταινία
4ημέρο
Baghead, από την Spentzos Baghead, από την Spentzos