Θα το βρείτε: Netflix
Σύνοψη: O Malcolm (Τζον Ντέιβιντ Ουάσινγκτον) επιστρέφει σπίτι του μεθυσμένος από την επιτυχημένη πρεμιέρα της νέας του ταινίας. Τον ενθουσιασμό του όμως δεν φαίνεται να συμμερίζεται η νεαρή σύντροφός του, Marie (Ζεντάγια).
Έτσι, ένα βράδυ προορισμένο για εορτασμούς μετατρέπεται σε ένα πεδίο μάχης, όπου ακόμα και τα καλά κρυμμένες συναισθήματα και των 2 βγαίνουν με σφοδρότητα στην επιφάνεια.
Γνώμη: Υπάρχει κάτι αδιαμφισβήτητα σαγηνευτικό στο να παρακολουθεί κανείς την κατάρρευση μιας ερωτικής σχέσης από την κλειδαρότρυπα της κινηματογραφικής κάμερας. Όλοι μας άλλωστε έχουμε ζήσει κάποια στιγμή ένα παρόμοιο τέλος, συνεπώς μια φιλμική απεικόνιση μπορεί να αποτελέσει παρηγοριά και κάθαρση ή μπορεί απλά να έχουμε μάθει να απολαμβάνουμε δυο όμορφους και ταλαντούχους ανθρώπους να ξεσκίζουν ο ένας τον άλλο, a la Ρίτσαρντ Μπάρτον και Ελίζαμπεθ Τέιλορ στο εμβληματικό “Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ” (1966).
Η οποιαδήποτε σύγκριση του “Malcom & Marie” με το έργο-σταθμό του Μάικ Νίκολς είναι αναπόφευκτη. Από το trailer μέχρι την εναρκτήρια σεκάνς με την παλαιάς κοπής καρτέλα τίτλων και την ασπρόμαυρη -εκτυφλωτική- φωτογραφία, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Σαμ Λέβινσον (“Euphoria”, “Assassination Nation”) δεν κρύβει τις επιρροές του από τη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ, βάζοντας μάλιστα τον πρωταγωνιστή του, τον Malcolm του τίτλου, να συγκρίνει τον εαυτό του με τον Γουίλιαμ Γουάιλερ, σκηνοθέτη -μεταξύ άλλων- των ““Roman Holiday” (1953), “Ben Hur” (1959) και “Funny Girl” (1968).
O Malcolm είναι ένας αρχετυπικός νάρκισσος. Παρότι η βραδιά που παρακολουθούμε είναι το δικό του show, καθώς η πρεμιέρα της τελευταίας του ταινίας στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία με κριτικούς κινηματογράφου να τον αποκαλούν “νέο Σπάικ Λι” ή “νέο Μπάρι Τζένκινς”, γρήγορα γίνεται αντιληπτό ότι ο τύπος είναι ΑΦΟΡΗΤΟΣ στην προσπάθειά του να αποδείξει, στη Marie, στους κριτικούς, στο κοινό και πρωτίστως στον εαυτό του, ότι είναι ένας δημιουργός με 100% δική του φωνή και ευαισθησία.
Έτσι, το:
“Τι έχεις μωρό μου;”
“Τίποτα!”
με το οποίο ξεκινάει η διαμάχη του ζευγαριού, γρήγορα εκτυλίσσεται σε ένα κρεσέντο εγωκεντρικότητας και μοχθηρίας από την πλευρά του Malcolm που αδυνατεί να κατανοήσει γιατί η Marie του χαλάει το πάρτυ, κρατώντας του μούτρα επειδή ξέχασε να τη συμπεριλάβει στον ευχαριστήριο λόγο του. Η συχνά τοξική σχέση ανάμεσα σε καλλιτέχνη και μούσα είναι ένα από τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται το σενάριο του Λέβινσον, το οποίο όμως είναι τόσο φλύαρο και επαναλαμβανόμενο, που κάθε καλό point χάνεται μέσα σ’ έναν ορυμαγδό διαλόγου που τη μια στιγμή είναι αληθοφανής και την αμέσως επόμενη εξωφρενικός.
Το ίδιο δυστυχώς συμβαίνει και με το άλλο κεντρικό θέμα της ταινίας: τη θέση των Αφροαμερικανών σκηνοθετών στη σύγχρονη χολιγουντιανή βιομηχανία και τη διαρκή τους ρήξη με τη ματιά των λευκών κριτικών που θέλουν να βλέπουν πολιτικές αποχρώσεις σε κάθε ταινία τους.
Θύματα του ίδιου σεναρίου είναι δυστυχώς και οι δύο ηθοποιοί που έχει στη διάθεσή του ο Λέβινσον. Ο Τζον Ντέιβιντ Ουάσινγκτον (“Black KKKlansman”, “Tenet”) δίνει μια ερμηνεία που θα ζήλευε και ο Νίκολας Κέιτζ στα χειρότερά του, με τα rant του να θυμίζουν κάτι από thread του Kanye West στο twitter. H Ζεντάγια στέκεται προφανώς πιο προσγειωμένη δίπλα του -άλλωστε αυτή φαίνεται να είναι και η δυναμική αυτού του πλασματικού ζευγαριού- αλλά το νεανικό της εμφάνισής της την κάνει να μοιάζει περισσότερο με κόρη ή μικρή αδελφή, παρά με σύντροφο του Malcolm.
Όσοι από εσάς έχετε δει το “Euphoria”, την τηλεοπτική σειρά του Λέβινσον με πρωταγωνίστρια τη Ζεντάγια στον ρόλο μιας εθισμένης σε ουσίες έφηβη, θα νιώσετε σαν να βλέπετε μια προέκταση αυτού του χαρακτήρα στη Marie, πράγμα που δεν μειώνει την ερμηνευτική δεινότητα της νεαρής ηθοποιού, αλλά δείχνει μάλλον την αδυναμία του Λέβινσον να την αξιοποιήσει σωστά.
Το αποτέλεσμα είναι ένα σχεδόν εξουθενωτικό δίωρο, ένα “Σκηνές από ένα Γάμο” στην pretentious εκδοχή του, που εξαντλεί την υπομονή, δεν προσφέρει κανένα είδους κάθαρσης και αντί να γυρίζει τούμπα τα κλισέ γύρω από εγωκεντρικούς καλλιτέχνες καταλήγει να τα ανακυκλώνει.
Αναζητήστε καλύτερα στη θέση του το “Black Bear” του Λόρενς Μάικλ Λεβίν που προσφέρει έναν πραγματικά έξυπνο σχολιασμό των ίδιων θεμάτων και δεν ξεχνάει να κάνει αυτό που το “Malcolm & Marie” αγνοεί επιδεικτικά: να διασκεδάσει έστω και ελάχιστα τον θεατή του.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων