Aνάλυση: «Η κραυγή που σκοτώνει»: Σκολιμόβσκι και Αντόρνο

Published: 5 Jan 2021, 16:05

Στο MOVE IT εξετάζουμε ταινίες του πρόσφατου (ή όχι και τόσο) παρελθόντος, υπό ένα διαφορετικό οπτικό πρίσμα και αποκρυπτογραφούμε την εικονολογία του φιλμ.  Ο Καθηγητής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Αραμπατζής, περνάει από το μικροσκόπιό του αυτή την φορά, τον Πολωνό σκηνοθέτη Γιέρζι Σκολιμόβσκι και τον μουσικό μοντερνισμό που διέπει την "Κραυγή που σκοτώνει"

Ο Γιέρζυ Σκολιμόβσκι (γενν. 1938), πολωνός σκηνοθέτης, είναι από τα καλύτερα κρυμμένα μυστικά της αριστουργηματικής παραγωγής στον κινηματογράφο με τον ίδιο περίπου τρόπο που οι θαυμαστές του Νίκου Καρούζου θεωρούν ότι αυτός είναι η σημαντικότερη αλλά σχετικά άγνωστη ποιητική φωνή της μοντέρνας ελληνικής ποίησης. Μερικοί δεν διστάζουν να συγκρίνουν τον Σκολιμόβσκι με τον Αντρέι Βάιντα ή τον Ρόμαν Πολάνσκι, που είναι και της γενιάς του (γενν. το 1933 ο Πολάνσκι). Το αριστούργημά του, πιθανότατα, είναι η ταινία Moonlighting (1982) που παρουσιάζει μια ομάδα φτωχών πολωνών εργατών που φθάνουν στη Μεγάλη Βρετανία για να δουλέψουν στην επιδιόρθωση μιας μονοκατοικίας προκειμένου να κερδίσουν κάποιο συνάλλαγμα για τις οικογένειές τους. Τον καιρό της απουσίας τους επιβάλλεται η στρατιωτική δικτατορία του Γιαρουζέλσκι στην Πολωνία, ώστε να καμφθεί το κίνημα της "Αλληλεγγύης". Η ταινία δείχνει με θαυμαστή οικονομία τις αντιθέσεις των Πολωνών με την αγγλική κοινωνία, τις αυταρχικές μεθόδους του αρχηγού τους (Τζέρεμι Άιρονς) προκειμένου να αποκρύψει τα διαδραματιζόμενα πίσω στη χώρα τους και να διασφαλίσει τη συνέχιση της εργασίας, τα συνειδησιακά αδιέξοδα αυτού του τελευταίου και την πολιτική επιβίωσής του.

"Η Κραυγή που σκοτώνει" (1978) είναι μια άλλη, σχετικά άγνωστη, αριστουργηματική ταινία του Σκολιμόβσκι, που περιγράφει την διαμάχη ανάμεσα σε έναν εγγλέζο πειραματιστή μουσικοσυνθέτη, τον Άντονι Φήλντινγκ (Τζων Χαρτ) και ένα μυστηριώδη άνδρα, τον Κρόσσλεϋ (Άλαν Μπαίητς), που έχει μάθει την τεχνική από αβορίγινες σαμάνους να σκοτώνει με μια ειδική κραυγή. Ο Κρόσσλεϋ εγκαθίσταται καταχρηστικά στο σπίτι του πρώτου και εποφθαλμιά τη γυναίκα του Ρέητσελ (Σουζάνα Γιορκ).

Θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε τη βασική αντίθεση της ταινίας με όρους παρμένους από το έργο του φιλοσόφου της σχολής της Φραγκφούρτης Τέοντορ Αντόρνο "Η φιλοσοφία της νέας μουσικής" (κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Νήσος, σε μτφρ. Τ. Σιέτη, Ο. Ψυχοπαίδη-Φράγκου). Στο βιβλίο αυτό, σε χονδρικές γραμμές, ο Αντόρνο διακρίνει δυο είδη μουσικού μοντερνισμού: ο πρώτος εκπροσωπείται από τον συνθέτη  Άρνολντ Σαίνμπεργκ, τον πατέρα της δωδεκάφθογγης μουσικής, και ο δεύτερος από τον Ίγκορ Στραβίνσκυ. Στο μέρος για τον Σαίνμπεργκ, ο Αντόρνο επιδίδεται, μεταξύ άλλων, σε μια κριτική της κριτικής του μουσικού μοντερνισμού, όταν αυτή η τελευταία αντιμετωπίζει τους μοντέρνους συνθέτες ως υπερβολικά διανοουμενίστικους και "κουλτουριάρηδες". Στο μέρος για τον Στραβίνσκυ, ο Αντόρνο επιτίθεται στον μοντερνισμό όπως τον αντιλαμβάνεται ο συνθέτης της "Ιεροτελεστίας της Άνοιξης", ως αναφορά σε ένα πριμιτιβισμό, ως επαναφορά του αρχαϊκού και συνεπαγόμενη έξαρση του καταγωγικού στοιχείου, δηλαδή της αναγωγής σε ένας είδος, μπρούτας και καθαρής, μουσικής "απαρχής".  

Η διάκριση αυτή δεν είναι άγνωστη στον κινηματογράφο. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο της Νουβέλ Βαγκ, υπάρχει ο μοντερνισμός του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, που αντιστοιχεί, με όρους του Αντόρνο, στον μοντερνισμό του Σαίνμπεργκ, και ο μοντερνισμός του Φρανσουά Τρυφφώ, που είναι ένας πιο συντηρητικός μοντερνισμός.  Στην ταινία "Η κραυγή που σκοτώνει", ο Φήλντινγκ αντιλαμβάνεται τη μουσική ως συλλογή ήχων και εντάσσεται στο κίνημα της "συγκεκριμένης μουσικής", ενώ η κραυγή του Κρόσσλεϋ εκπροσωπεί μια αταβιστική, πριμιτιβιστική αντίληψη. Ο τρόπος που ο Κρόσσλεϋ συμπεριλαμβάνει στην κυριαρχία του το σώμα της Ρέητσελ Φήλντινγκ καταδεικνύει το περιεχόμενο της εν λόγω επιβολής. Εξ άλλου, οι Αβορίγινες που δίδαξαν στον Κρόσσλεϋ την κραυγή, βασίζουν την αντίληψή τους για τις απαρχές του κόσμου σε ένα είδος μεταφυσικού ονειροπολήματος (Dreaming). Αυτό το ονειροπόλημα, μεταφερμένο στην αγγλική κοινωνία της δεκαετίας του 1970, συμβάλλει στην εγκαθίδρυση ενός ηθικού σχετικισμού που δικαιολογεί τη συμπεριφορά του Κρόσσλεϋ, τουλάχιστον στα μάτια του.

Είναι, άραγε, μια τέτοια προσέγγιση νομιμοποιημένη; Δεν είναι η επίκληση της θεωρίας για την ερμηνεία ενός έργου τέχνης κάπως παρατραβηγμένη; Δεν είναι πιο εύλογη η ακόλουθη σειρά: πρώτα είναι ο καλλιτέχνης που «φαντάζεται», αργότερα ο ίδιος, που «εκφράζεται» χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα «μέσα» και, τέλος, έρχεται ο θεατής, που «προσλαμβάνει» ανάλογα με την «ευαισθησία» του; Δεν είναι η σειρά αυτή πιο αυτονόητη; Από την άλλη, ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η «καλλιτεχνική παραγωγή» είναι αυτονόητη; Η επίκληση του αυτονόητου απωθεί ένα από τα πλέον γοητευτικά και ελκυστικά στοιχεία της τέχνης, τον αινιγματικό χαρακτήρα της, που προσθέτει στην αισθητική ικανοποίηση παρά αφαιρεί από αυτήν. Η τέχνη πολλαπλασιάζει τις ερμηνείες και έτσι ενισχύει την αδιαμφισβήτητη δύναμή της.

Γιώργος Αραμπατζής

Ο Γιώργος Αραμπατζής είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και ΣΕΠ (ΕΑΠ). Ασχολείται με την εικονολογία και έχει δημοσιεύσει βιβλία και άρθρα για τον κινηματογράφο.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

BOX OFFICE

Ταινία
4ημέρο
LATE NIGHT WITH THE DEVIL, από την Spentzos LATE NIGHT WITH THE DEVIL, από την Spentzos