Ανάλυση: «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Ένα έργο τέχνης
Στο MOVE IT εξετάζουμε ταινίες του πρόσφατου (ή όχι και τόσο) παρελθόντος, υπό ένα διαφορετικό οπτικό πρίσμα και αποκρυπτογραφούμε την εικονολογία του φιλμ. Ο Καθηγητής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Αραμπατζής, περνάει από το μικροσκόπιό του αυτή την φορά, το «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω» (Sauve qui peut (la vie) του Ζαν Λικ Γκοντάρ.
ΣΧΕΤΙΚΑΑνάλυση - «Στη σκιά των 4 γιγάντων»: για τη φιλμική κατασκευή
Μια τυπική ταινία θεωρείται έργο τέχνης μόνο με πολύ γενικευτικούς όρους, όπως όταν λέει κάποιος, για παράδειγμα: «όλα τα είδη της μουσικής είναι καλά, αρκεί ένα κομμάτι να είναι ωραίο». Ο κοινός θεατής του κινηματογράφου δεν ανατρέχει ούτε στην ιστορία της τέχνης ούτε στις αισθητικές θεωρίες και δεν βασίζει την εκτίμησή του για κάποια ταινία σε κάτι από τα παραπάνω. Ο Αμερικάνικος κινηματογράφος που έκανε τα μέγιστα για την εγκαθίδρυση του σινεμά ως μέσο δεν έδωσε ιδιαίτερο βάρος στις ταινίες ως έργα τέχνης.
![](/sites/default/files/mimages2021/sozon2.jpg)
Ουσιαστικά, ο κινηματογράφος φιλοδόξησε την αισθητική ανύψωση (πέρα από το να είναι θέαμα και λαϊκό μελόδραμα ή κωμωδία) μόνο σε δυο περιόδους της ιστορίας του: τη δεκαετία του 1920 με τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και τον σοβιετικό κονστρουκτιβισμό και, αργότερα, τις δεκαετίες του 1960-1970 με τις νεοκυματικές κινηματογραφίες. ΟΙ σύγχρονοι θεατές, λοιπόν, αναγνωρίζουμε τον κινηματογράφο ως αισθητικό φαινόμενο μέσα από τα διάφορα νέα κύματα που μας είναι πιο κοντινά στον χρόνο. Ανάμεσα σε αυτά, το έργο του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ λειτουργεί ως πραγματικός καλλιτεχνικός φάρος.
Η προσταγή του τίτλου της ταινίας του Γκοντάρ «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω» (Sauve qui peut (la vie), 1980) αφορά πρώτιστα στον ίδιο τον σκηνοθέτη που, μετά την έκρηξη της Γαλλικής Νουβέλ Βαγκ, της οποίας υπήρξε πρωτεργάτης, και τα χρόνια της πολιτικής δέσμευσης με την ομάδα Ντζίγκα Βερτώφ, επιστρέφει πλέον στο εμπορικό κύκλωμα διανομής ως ηρωικός επιζών μιας πολυτάραχης εποχής. Η ταινία μιλά για τρία πρόσωπα, μια δημοσιογράφο / συγγραφέα, έναν τηλεοπτικό σκηνοθέτη και μια πόρνη. Οι κοινωνικές συμπαραδηλώσεις του φιλμ είναι ιδιαίτερα σκοτεινές. Η μοναξιά και η ηθική απομόνωση κατατρώει τα άτομα και η συλλογικότητα διέπεται από δομές βίαιης εξάρτησης που παραδειγματίζονται στις σχέσεις εκπόρνευσης. Ο Γκοντάρ, όπως και την εποχή της Νουβέλ Βαγκ, όπως ο Εμίλ Ζολά, αντιλαμβάνεται την πορνεία ως ένα φακό ο οποίος επιτρέπει την εγκάρσια ανάγνωση και ερμηνεία της φυσιογνωμίας της συλλογικότητας.
![](/sites/default/files/mimages2021/sozon3.jpg)
Ωστόσο, η ταινία δεν εντάσσεται ούτε στον ρεαλισμό ούτε στον νατουραλισμό, το εντελώς αντίθετο μάλιστα. Δεν είναι ένα παράθυρο στο κοινωνικό δράμα και την κριτική της κοινωνικής οντολογίας. Η συχνή χρήση του slow motion κα του καρέ-φιξ δείχνει ξεκάθαρα ότι ο Γκοντάρ αντιλαμβάνεται το φιλμ του ως αισθητικό αντικείμενο μάλλον παρά σαν την καταδικαστική αναπαράσταση μιας κοινωνικής πραγματικότητας. Από αυτή την άποψη, το φιλμ εντάσσεται πλήρως στα αιτήματα της νεωτερικής τέχνης και αισθητικής. Η λήψη απόστασης από τους μηχανισμούς καταδήλωσης που είναι χαρακτηριστικοί του εμπορικού – αφηγηματικού κινηματογράφου αποτελεί έναν από τους παράγοντες της δημιουργίας ενός φιλμικού έργου τέχνης. Ό,τι λαμπρύνει το έργο του Γκοντάρ είναι η δύναμη του χαρακτήρα του δημιουργού, η αποφασιστικότητά του, η πλήρης έλλειψη κάποιας ηττοπάθειας. Στον Γκοντάρ η αισθητική είναι όντως ηθική, χωρίς τα έργα του να προσχωρούν σε κάποιον εστετισμό ή ρομαντικό ιδανισμό.
Γιώργος Αραμπατζής
Ο Γιώργος Αραμπατζής είναι Καθηγητής στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και ΣΕΠ (ΕΑΠ). Ασχολείται με την εικονολογία και έχει δημοσιεύσει βιβλία και άρθρα για τον κινηματογράφο.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων