Σύνοψη: Ένας ραδιοφωνικός παραγωγός αποφασίζει, τη νύχτα που κλείνει τα 50 του χρόνια, να μοιραστεί με τους ακροατές της νυχτερινής εκπομπής του μια αναδρομή στα χρόνια της νεότητάς του.
Με σύμμαχό του μια σειρά από κασέτες του παλιού τηλεφωνητή του, αναπολεί έναν έρωτα που έζησε όταν υπηρετούσε ως εύζωνας στην Προεδρική Φρουρά.
Γνώμη: Ο Ρένος Χαραλαμπίδης επιστρέφει στη σκηνοθεσία 14 χρόνια μετά τα «4 Μαύρα Κουστούμια» (2010) και 24 χρόνια μετά την ταινία-φετίχ του ελληνικού καλοκαιριού, τα «Φτηνά Τσιγάρα» (2000), για να μιλήσει με τον δικό του τρόπο για την κρίση μέσης ηλικίας και τη σύγκρουση με τη νεότητα που όσο μας εγκαταλείπει άλλο τόσο μας στοιχειώνει.
Ο χαρακτήρας του τίτλου της ταινίας, ο οποίος δεν φαίνεται να απέχει πολύ από τον ίδιο τον δημιουργό της, παρουσιάζεται ως ένας από τους τελευταίους ρομαντικούς της Αθήνας, μιας πόλης που μόνο τις νύχτες πλέον φανερώνει έναν πιο γοητευτικό εαυτό, όπως φαίνεται από τα πλάνα του άδειου κέντρου και από την ολόφωτη θέα από τον λόφο του Λυκαβηττού.
Ένας νυχτερινός μαραθώνιος εκτυλίσσεται όσο ο νυχτερινός εκφωνητής ανατρέχει στο παρελθόν του, ένα παρελθόν όπου ο έρωτας γεννιόταν μέσα από μηνύματα σε τηλεφωνητές, καθώς η ψηφιακή του μορφή δεν είχε εισέλθει ακόμα στην ημερήσια διάταξη.
Ανατρέχει, βέβαια, και στο παρελθόν της Αθήνας, με τα μνημεία και τα αγάλματα της πόλης που στέκουν μάρτυρες του χρόνου που περνάει και των ανθρώπινων ζωών που διασταυρώνονται και χάνονται.
Ο Χαραλαμπίδης ξέρει καλά πόσο εξιδανικεύουμε τις εμπειρίες και τους έρωτες των νεανικών μας χρόνων, πώς τους χρησιμοποιούμε σαν ένα αποκούμπι απέναντι στη σκληρότητα και τις ματαιώσεις που συνοδεύουν την ενήλικη ζωή και αυτή η αβάσταχτη ελαφρότητα της νοσταλγίας είναι κάτι σαν βούτυρο στο ψωμάκι του. Ξέρει, επίσης, ότι η νυχτερινή Αθήνα έχει ακόμα τη δύναμη να σαγηνεύει, αλλά –σε αντίθεση με τα «Φτηνά Τσιγάρα»– εδώ την κινηματογραφεί με έναν οριακά ανέμπνευστο τρόπο που δεν σε συνεπαίρνει ούτε συμπληρώνει ουσιωδώς την αφήγηση του ήρωά του.
Έτσι, αυτό που μένει, εν τέλει, είναι μια διάχυτη μελαγχολία και μια γλυκόπικρη φιλοσοφική διάθεση που σίγουρα έχουμε όλοι νιώσει, καθώς τα χρόνια στοιβάζονται πάνω και γύρω μας, αλλά λείπει η μαγεία που θα απογείωνε το εγχείρημά του και θα το καθιστούσε κάτι παραπάνω από έναν αυτοαναφορικό αποχαιρετισμό στη νιότη.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων