Σύνοψη: Φιλόδοξος υπάλληλος σε μεσιτικό γραφείο, ο Τόμας Χάτερ ταξιδεύει από το Βίσμποργκ στην Τρανσυλβανία για να συναντήσει τον μυστηριώδη κόμη Όρλοκ. Ένα απέθαντο βαμπίρ, το οποίο στοιχειώνει τα όνειρα της γυναίκας του Τόμας, Έλεν.
Άποψη: Το μακρινό 1922, του βωβού και ασπρόμαυρου σινεμά και της αισθητικής πρωτοκαθεδρίας του γερμανικού εξπρεσιονισμού, ο Μουρνάου παραδίδει την ιστορική πλέον ταινία, Νοσφεράτου, μια παραλλαγή του Κόμη Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ, που επειδή δεν κατάφερε να εξασφαλίσει τα δικαιώματα, άλλαξε το όνομα και μερικά στοιχεία στην πλοκή.
Κάποτε ο Όσκαρ Ουάιλντ, στα τέλη του 19ου αιώνα που γράφτηκε και ο Δράκουλας, είχε πει για κάποιον ότι είναι σαν τους καλλιτέχνες “πολύ στιλ και λίγη ουσία”.
Αν κάποιος έχει δει μόνο τις δύο τελευταίες ταινίες του Αμερικανού πρώην σκηνογράφου και ενδυματολόγου και νυν σκηνοθέτη, Ρόμπερτ Έγκερς, τον άνθρωπο από τον βορρά και τώρα τον Νοσφεράτου, το ίδιο θα πιστεύει για τον σκηνοθέτη, αδίκως για έναν δημιουργό που κάποτε είχε κάνει την Μάγισσα και τον Φάρο.
Πλέον όμως δείχνει να ενδιαφέρεται περισσότερο για το εξωτερικό περιτύλιγμα, για την σκηνογραφική αρτιότητα και την αισθητική ιδιαιτερότητα και λιγότερο για την πλοκή.
Για αυτό και ο Νοσφεράτου είναι μια χαμένη ευκαιρία να κάνει κάτι φρέσκο πάνω στον μύθο του απέθαντου δράκουλα. Κομψό, φωτογραφικά εντυπωσιακό, βουτηγμένο μέσα στο λυκόφως της προβικτωριανής και προ του ηλεκτρισμού εποχής, σε πόλεις μέσα στο κιαροσκούρο των μπαρόκ φωτισμών και μέσα σε ασπρόμαυρα σχεδόν νεογοτθικά τοπία.
Στην πρώτη σκηνή παρακολουθούμε την Έλεν, μια κοπέλα που από μικρή έχει κάτι περίεργες φαντασιώσεις, παθαίνοντας κρίσεις υστερίας, όπως θεωρούσαν τον 19ο αιώνα για οποιαδήποτε ξέφρενη γυναικεία αντίδραση, ακόμα και τον οργασμό.
Ο Έγκερς φαίνεται να επιδιώκει μια πιο φεμινιστική προσέγγιση, θέλοντας να σταθεί περισσότερο σε μια εποχή σεξουαλικής ανελευθερίας για τις γυναίκες και το πώς εκείνη βιώνει την ηδονή μέσα σε ένα γοτθικό, νεκροφιλικό, βαμπιρικό ρομάντζο.
Ωστόσο, γρήγορα φαίνεται να εγκαταλείπεται αυτό το σχέδιο, δίνοντας πάσα στον σύζυγο της, τον Τόμας, καθώς ταξιδεύει στο κάστρο του κόμη Όρλοκ και στην συνέχεια καθώς προσπαθεί να σώσει την σύζυγο του από το να γίνει μια νύφη του κόμη Δράκουλα που θα κυριεύσει όχι μόνο την φαντασίωση της αλλά και το κορμί της. Έκτοτε, η Έλεν επιστρέφει στην πλοκή όποτε χρειάζεται να γεμίσει σεναριακά κενά, σε μια ταινία που δεν προσθέτει τίποτα στον μύθο του Νοσφεράτου.
Αξιοποιεί κάποια στοιχεία του γερμανικού εξπρεσιονισμού, όπως τα γεωμετρικά πλάνα ή το διάσημο σκιερό χέρι του βαμπίρ που όμως όσο απόκοσμο φάνταζε στην αρχική ταινία, λόγω του ότι ήταν βουβή και υπηρετούσε πίστα την αισθητική της, τόσο αστείο φαντάζει όσο επαναλαμβανόμενα εμφανίζεται.
Όπως και ο κόμης Όρλοκ του Μπιλ Σκαρσγκαρντ είναι πιο πολύ αστεία γκροτέσκος, παρά τρομακτικός. Και ο ίδιος αλλά και οι περισσότεροι ηθοποιοί με το overacting που κάνουν, σαν να υπερπαίζουν και να δίνουν έντονα δραματικούς τόνους ακόμα και στις πλέον ασήμαντες σκηνές, μετατρέπουν τους χαρακτήρες τους σε καρικατούρες, όπως η Λίλι Ρόουζ Ντεπ και δυστυχώς ο κατά τα άλλα εξαιρετικός Γουίλεμ Νταφόε.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων