Σύνοψη: Από τον θρυλικό σκηνοθέτη Ridley Scott, η ταινία «Μονομάχος II» συνεχίζει το επικό ταξίδι της εξουσίας, της ίντριγκας και της εκδίκησης που διαδραματίζεται στην Αρχαία Ρώμη. Χρόνια αφότου έγινε μάρτυρας του θανάτου του αξιοσέβαστου Μάξιμου από τα χέρια του θείου του, ο Λεύκιος (Paul Mescal) αναγκάζεται να εισέλθει στο Κολοσσαίο, αφού η πατρίδα του κατακτήθηκε από τους τυραννικούς αυτοκράτορες που πλέον ηγούνται της Ρώμης. Γεμάτος οργή και με το μέλλον της αυτοκρατορίας να διακυβεύεται, ο Λεύκιος πρέπει να ανατρέξει στο παρελθόν του για να βρει τη δύναμη να επιστρέψει η δόξα στο λαό της Ρώμης.
Άποψη: Μόνο αυτοκρατορική υπόκλιση αρμόζει σε έναν σκηνοθέτη, όπως ο Ρίντλεϊ Σκοτ, που δεν διστάζει ακόμα και σήμερα, σε ένα mainstream σινεμά που διψά για ετοιματζίδικα προϊόντα, να χτίζει μεγάλες υψηλού κόστους αλλά και αισθητικής παραγωγές, όπως πρόσφατα η Τελευταία Μονομαχία και ο Ναπολέων.
Εικοσιτέσσερα χρόνια μετά τον Μονομάχο, που ανανέωσε το είδος του σπαθιού και σανδαλιών, όπως ονομάζονται τα αρχαιοπρεπή έπη, επιστρέφει με ένα σίκουελ που μας μεταφέρει στην Ρώμη των δίδυμων αυτοκρατόρων Γέτα και Καρακάλλα, μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα-φιλοσόφου Μάρκου Αυρηλίου. Μια περίοδος διαφθοράς και παρακμής της αίγλης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στην οποία ο Άννων του Πολ Μέσκαλ, σκλάβος-μονομάχος από την Νουμιδία και ο Ακάκιος του Πέδρο Πασκάλ, στρατηγός-υπεύθυνος για καταλήψεις εδαφών ανά τον κόσμο, έρχονται να αμφισβητήσουν την ιμπεριαλιστική πολιτική της Ρώμης και την θανατηφόρα διασκέδασή της εντός Κολοσσαίου.
Παρότι και η πρώτη ταινία είχε εντυπωσιάσει με τα εφέ της δεδομένης της εποχής και της τεχνολογίας της, το σίκουελ έχει απίστευτα εντυπωσιακά οπτικά εφέ, με την Ρώμη να ανακατασκεύαζεται κάπου ανάμεσα στα εντυπωσιακά δημόσια μνημεία και στα αμμώδη φτωχά στενάκια όπου ο λαός βυθίζεται στην πείνα και στην εξαθλίωση, όσο οι αυτοκράτορές του, τρελαμένοι από τον ελέω θεού τίτλο τους, χαριεντίζονται στον πλούτο και την εξουσία τους.
Ο Σκοτ δεν ενδιαφέρεται μόνο να δείξει τις επικές σκηνές μονομαχίας, που σαφώς υπάρχουν, αλλά με εμβόλιμες σκηνές που φαινομενικά φαντάζουν ήσσονος σημασίας, παρατηρούμε την καθημερινότητα μιας πόλης-αυτοκρατορίας σε ελεύθερη πτώση.
Ο φόβος της απολυταρχίας και οι κίνδυνοι που εγκυμονεί η απουσία της παλαιάς εξουσίας έως την άνοδο μιας καινούργιας είναι εμφανής όσο και υπόρρητη σε μια τραμπική Αμερική. Έχοντας την σοφία της ηλικίας του και την κινηματογραφική εμπειρία πενήντα χρόνων, δεν βροντοφωνάζει τα μηνύματά του αλλά τα αφήνει να υπονοούνται στο βάθος.
Το ρωμαϊκό όνειρο -όπως αντίστοιχα το αμερικάνικο-φαίνεται να ματαιώνεται σε μια τεράστια αυτοκρατορία που δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί τον λαό της.
Ο Άννων του Μέσκαλ είναι ένας άνθρωπος που διψά για εκδίκηση, θέλοντας σαν άλλη Σαλώμη, το κεφάλι του Ακάκιου, ως του ανθρώπου που κατέκτησε την περιοχή του.
Όμως ο Ακάκιος είναι και αυτός ένας άνθρωπος που δυσανασχετεί από την ακατάσχετη εξουσιομανία των ανώριμων αυτοκρατόρων, που σαν άλλοι Τζόφρει αλά Game of Thrones, απλώς θέλουν αίμα και νεκρούς χωρίς ουδεμία ενσυναίσθηση. Και εκείνος είναι ένα θύμα καταστάσεων, μιας και επιτέλους θέλει τον τερματισμό των πολέμων, από την στιγμή που ο κόσμος δεν μπορεί να ζήσει. Η μετάβαση του Ακάκιου είναι κάπως απότομη και άτσαλη και σίγουρα εκτός ιστορικού context ως προς τον τρόπο που εκφράζεται, αλλά δεν είναι το μόνο.
Η ταινία βρίθει ιστορικών ανακριβειών, αλλά ας είμαστε πιο επιεικείς σε αυτό όταν μιλάμε για ταινία μυθοπλασίας. Δεν χρειάζεται να περιμένουμε τα πάντα να έγιναν ακριβώς έτσι, όσο και αν φαντάζουν υπερβολικά, όπως οι τερατώδεις μαϊμούδες και οι καρχαρίες μέσα στο Κολοσσαίο.
Τόσο ο Μέσκαλ όσο και ο Πασκάλ φροντίζουν με τις ερμηνευτικές τους προσεγγίσεις να δείξουν την ειλικρίνεια του χαρακτήρα τους και την τρωτότητά τους, δεν είναι απλώς μηχανές πολέμου όσο και αν τελικά θα βρεθούν αντίπαλοι μέσα στο κατάμεστο Κολοσσαίο.
Οι συνδέσεις με την πρώτη ταινία είναι συγκινητικές (ήδη από τους φανταστικούς τίτλους αρχής που ζωγραφισμένα πίσω από τα ονόματα συντελεστών δίνεται εν συντομία μια περίληψη της πρώτης ταινίας) και άλλωστε δεν χαρίζεται στο συναίσθημα.
Ο Σκοτ ξέρει να κάνει μεγαλειώδεις ταινίες με έντονο συναισθηματικό φορτίο το οποίο ποτέ δεν φτάνει στο μελό. Οι μάχες είναι έντονες και σαρωτικές. Επηρεασμένος βέβαια από την τηλεοπτική λογική και την διάσπαση προσοχής του σύγχρονου κοινού, ξεκινάει αμέσως τραβώντας τον θεατή από τα μαλλιά σε φορτωμένες πολεμικές σκηνές, ώστε να ξεφουσκώσει στην μέση και να τονωθεί στο τέλος με τις μονομαχίες.
Μια ταινία που αξίζει να θεαθεί σε μεγάλη οθόνη, όπως της αρμόζει, και ας αφήσουμε στην άκρη αναλύσεις για απλοϊκές εξελίξεις και ανιστόρητα γεγονότα για μετά, μιας και όπως έλεγε ο Τζορτζ Λούκας, το σινεμά είναι εικόνες.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων