Αν το “The Avengers” ήταν η πολυδιαφημισμένη “κομιξάδικη” περιπέτεια όπου για πρώτη φορά διάφοροι πρωτοκλασάτοι υπερηρώες συνυπήρχαν επί της μεγάλης οθόνης με εξαιρετικά εντυπωσιακά αποτελέσματα, κερδίζοντας το ξέφρενο χειροκρότημα του κοινού και την επιδοκιμασία των κριτικών και το “Avengers: Age of Ultron” η ταινία όπου αρχίσαμε να νιώθουμε έναν κάποιο κορεσμό, το “Captain America: Civil War” (για πολύ κόσμο ένα άτυπο τρίτο “Avengers”) έρχεται να αναπτερώσει πανηγυρικά τις ελπίδες μας, αποδεικνύοντας πως όλα -τελικά- είναι θέμα κατάλληλων χειρισμών.
Ίσως, δε, το πιο εντυπωσιακό στοιχείο στην όλη ιστορία είναι πως, αν και μιλάμε για ένα απόλυτα ψυχαγωγικό προϊόν, ένα από τα πιο δυνατά σημεία του είναι το σενάριο, το οποίο, για μια ακόμη φορά (μετά τα 2 πρώτα “Captain America”) συνυπογράφουν οι Κρίστοφερ Μάρκους και Στίβεν ΜακΦίλι. Ένα υποδειγματικά καλοδομημένο σενάριο που δίνει γερές και ιδιαίτερα ρεαλιστικές βάσεις όχι μόνο στην κόντρα ανάμεσα στον Captain America και τον Iron Man, αλλά και στην απόφαση των υπολοίπων Εκδικητών να ταχθούν στο πλευρό του ενός ή του άλλου, βάζοντας στο μίξερ την υπερηρωική δράση και την πολιτική διάσταση της ιστορίας, την αίσθηση καθήκοντος και την απόδοση δικαιοσύνης, τη φιλία και την αφοσίωση (σε ανθρώπους και ιδανικά), το αίσθημα ενοχής και τα κρυμμένα μυστικά από το παρελθόν, ακόμη και τις προσωπικές προτιμήσεις (ο... ασυγκράτητος ενθουσιασμός του Ant-Man όταν γνωρίζει από κοντά τον Cap!).
Tο “Captain America: Civil War” ακροβατεί με αξιοζήλευτη χάρη πάνω στη νoητή γραμμή που χωρίζει τον υπερασπιστή του δικαίου από τον αυτόκλητο τιμωρό (vigilante), επιφυλάσσοντάς μας ποικίλες ευχάριστες εκπλήξεις αλλά και κάποιες αναπάντεχες ανατροπές (ιδίως όσον αφορά στο “σατανικό” σχέδιο του ανθρώπου που κινεί τα νήματα της ιστορίας) στην πορεία, χωρίς ούτε στιγμή να κάνει “περικοπές” στο (υπερ)θέαμα και φροντίζοντας να μάς διασκεδάζει καθόλη τη -μακρά- διάρκειά του, παρουσιάζοντας μια αξιοθαύμαστη ισορροπία ανάμεσα στα δραματικά και τα χιουμοριστικά στοιχεία της πλοκής. Το σκηνοθετικό δίδυμο των αδερφών Ρούσο, εξάλλου, χειρίζεται άψογα τη χορογραφία των -άκρως εντυπωσιακών απ' όποια πλευρά κι αν τις πιάσεις- σεκάνς δράσης: από την τζεϊμποντικής αισθητικής καταδίωξη του Crossbones και των μισθοφόρων του στο Λάγκος, μέχρι το συναρπαστικό ανθρωποκυνηγητό στην ταράτσα και τον αυτοκινητόδρομο, όπου στο “παιχνίδι” μπαίνει για πρώτη φορά κι ο Black Panther, και από την επική, υποδειγματικά καλοστημένη και πέρα για πέρα χορταστική (σε σημείο...μπούχτισης!) σύρραξη των δύο αντίπαλων υπερηρωικών στρατοπέδων στο αεροδρόμιο της Λειψίας (όπου την παράσταση, για διαφορετικούς λόγους, κλέβουν ο Spider-Man και ο Ant-Man), μέχρι τη σφοδρότατη τελική αναμέτρηση ανάμεσα στον Iron-Man και το δίδυμο Captain America – Winter Soldier στη Σιβηρία, η οποία, πραγματικά, κόβει την ανάσα, υπάρχουν δεκάδες λόγοι όπου μόλις και μετά βίας κρατιέσαι να μην πεταχτείς από το κάθισμά σου για να... πανηγυρίσεις!
Και ενώ ο Κρις Έβανς και ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ παρουσιάζονται όλο και καλύτεροι στους ρόλους τους, υποστηριζόμενοι ιδανικά τόσο από το σεναριακή ανάπτυξη των χαρακτήρων τους, όσο και από τους εξαιρετικά ταλαντούχους συμπρωταγωνιστές τους (με τον Vision του Πολ Μπέτανι και τη Scarlet Witch της -κουκλίτσας- Ελίζαμπεθ Όλσεν να μας προϊδεάζουν εμπνευσμένα για τα επερχόμενα κεφάλαια των “Avengers”), οι νέες προσθήκες στο υπερηρωικό καστ κερδίζουν με χαρακτηριστική άνεση τις εντυπώσεις. Ο Τομ Χόλαντ (“The Impossible”) αναδεικνύεται με την όλη απολαυστική παρουσία του σε ιδανική επιλογή για το νέο, εφηβικό reboot του “Spider-Man” (χωρίς, βέβαια, να ξεχνάμε και τη θεία Μέι, την οποία, πλέον, υποδύεται η αειθαλής... “ανάφτρα” Μαρίζα Τομέι!), ενώ ο Τσάντγουικ Μπόσμαν (τον είδαμε ως Τζέιμς Μπράουν στο “Get on Up”) επιδεικνύει έναν αξιοπρόσεκτο δυναμισμό στο ρόλο του -αφρικανικής καταγωγής γαλαζοαίματου- Black Panther, κερδίζοντας με τα... νύχια του το πλασάρισμά του ως ο πρώτος αφρικανός υπερήρωας στην ιστορία του διευρυμένου κινηματογραφικού σύμπαντος της Marvel, με την – πολυαναμενόμενη πλέον – προσωπική του ταινία να έρχεται το 2018.
Ίσως, τελικά, το καλύτερο που θα μπορούσαμε να πούμε για το “Captain America: Civil War” είναι ότι πετυχαίνει πλήρως σε όλα τα επίπεδα όπου απέτυχε το “Batman V Superman: Dawn of Justice”, αποτελώντας μια φαντασμαγορική, ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα σε δραματουργικό επίπεδο, άκρως συναρπαστική και ολότελα fun υπερηρωική περιπέτεια, η οποία αφορά (και μπορεί να παρακολουθηθεί από) τους πάντες και όχι μόνο (από) εκείνους που έχουν ξεψαχνίσει τα comics της Marvel (και έχουν δει όλες τις προηγούμενες ταινίες του MCU). Καλό θα ήταν να κάτσει να τη δει 5-6 φορές ο Ζακ Σνάιντερ, προτού προχωρήσει στα γυρίσματα του “The Justice League Part One”...
Σύνοψη: Μετά το τέλος της ταινίας Οι Εκδικητές: Η Εποχή του Ultron o Steve Rogers (Captain America) και οι υπόλοιποι Εκδικητές προσπαθούν να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ξεκινάει η ιστορία του Captain America: Εμφύλιος Πόλεμος. Μετά από ένα διεθνές επεισόδιο στη Νιγηρία, όπου χρειάστηκε η καταλυτική επέμβαση των Εκδικητών, ξεκίνησαν κάποιες πολιτικές διεργασίες ώστε να δημιουργηθεί ένα κυβερνητικό σώμα αρμόδιο να εγκρίνει σε ποιες περιπτώσεις θα πρέπει να επεμβαίνει το επίλεκτο σώμα των υπερηρώων. Η νέα αυτή γραφειοκρατική αντιμετώπιση αδρανοποιεί, κατά κάποιο τρόπο, τους Εκδικητές, ενώ αυτοί πρέπει να στρέψουν όλη την προσοχή τους σε έναν νέο καταχθόνιο κακό που εμφανίζεται και απειλεί να καταστρέψει τον κόσμο.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων