Υπάρχει μια θεωρία ότι γεννιόμαστε με ελαφρώς ελλιπή ποσότητα αλκοόλ στο αίμα μας και ότι η μέθη σε καθημερινή βάση -σε συνετά επίπεδα τουλάχιστον- θα άνοιγε το μυαλό μας, θα μείωνε τα προβλήματά μας και θα αύξανε τη δημιουργικότητά μας. Όταν η θεωρία αυτή εξάψει την περιέργεια τεσσάρων φίλων, όλοι τους μεσήλικοι και βαριεστημένοι καθηγητές γυμνασίου, εκείνοι αποφασίζουν να ξεκινήσουν ένα πείραμα που απαιτεί να διατηρούν μια ελαφρά κατάσταση μέθης καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας. Αν ο Τσώρτσιλ κέρδισε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όντας μονίμως μεθυσμένος, ποιος ξέρει τι μπορούν να καταφέρουν μερικές γουλιές για τους ίδιους και τους μαθητές τους;
Αρχικά τα αποτελέσματα είναι θετικά: τα μαθήματά τους βελτιώνονται, οι γύρω τους ανταποκρίνονται ζεστά στην ανανεωμένη τους συμπεριφορά και οι ίδιοι νιώθουν πιο ζωντανοί, πιο γεμάτοι. Όμως, καθώς η κατανάλωση συνεχίζεται, μερικοί συνεχίζουν να ευδοκιμούν και μερικοί εκτρέπονται. Σιγά-σιγά, γίνεται σαφές ότι ενώ το αλκοόλ μπορεί να τροφοδότησε μερικές σπουδαίες εξελίξεις της παγκόσμιας ιστορίας, ορισμένες γενναίες πράξεις έχουν και τις συνέπειες τους...
Τέσσερις φίλοι, μεσήλικες καθηγητές σε ένα σχολείο της Δανίας, εγκλωβισμένοι σε μια ζωή ανέμπνευστης επαναληψιμότητας, με την κατάθλιψη να παραφυλάει, όλες τους αφορμές για να ανάψουν το φυτίλι για την σπίθα της απόδρασης. Mε πρόφαση μια ανθρωπολογικη μελέτη, πέφτουν με τα μούτρα στην εκούσια και ελεγχόμενη μέθη. Η οποία όταν παράγει μια αναπάντεχη, αλλά καλοδεχούμενη ευφορία, σταδιακά δεν είναι και τόσο ελεγχόεμνη και παρακινεί σε δράσεις περιπέτειας που παραμερίζουν τα όρια της ευπρέπειας.
Η μέθη έχει χαρακτηριστεί σαν η ετεροθαλής αδερφή της τρέλας, επομένως όταν την καταναλώνεις σε καθημερινές μικρές ποσότητες, ενδεχομένως να αναπτύσσεις... αντισώματα στην παράνοια της τακτοποιημένης καθημερινότητας και να επαναστατείς με τους δικούς κώδικες στον καθωσπρεπισμό που καθορίζει τον κόσμο στον οποίο ζεις. Kαι με σύμμαχο την συντροφική αλληλεγγύη, δίνεις τις καθημερινές μάχες και γιορτάζεις τις μικρές νίκες. Οι νίκες αυτές όμως είναι σχεδόν αδύνατο να σου εξασφαλίσουν και την τελική επικράτηση στον πόλεμο κόντρα σε μια πραγματικότητα που έχει δομηθεί με συγκεκριμένους κανόνες πριν από εσένα, χωρίς την συμμετοχή σου και θα υπάρχει και μετά από εσένα. Και η πτώση είναι αναπόφευκτη, το ζήτημα είναι να μην καταλήξει σε γκρέμισμα, σε συντριβή.
Το ζήτημα δυστυχώς είναι πως η ταινία του Βίντερμπεργκ περιγράφει αυτή την διαδρομή χειραγωγώντας τον θεατή με σχεδόν ύπουλο τρόπο, εκμαιεύει περίπου εκβιαστικά τα συναισθήματά του και με την ετικέτα του art-house ψαγμένου καλλιτεχνικού φιλμ, λειτουργεί πονηρά, αλλά ξεκάθαρα με όρους μελοδράματος, τακτική όχι και τόσο τίμια.
Με τόσους διθύραμβους δεξιά και αριστερά από κριτικές που γράφτηκαν από πειρατικές θεάσεις πολύ πριν το βραβευμένο με Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας, «Another Round» βρει τον δρόμο για τις ελληνικές αίθουσες, θα περίμενε κανείς ένα αριστούργημα, τουλάχιστον.
Και όμως πρόκειται για την πιο μέινστριμ ταινία του ανήσυχου Τόμας Βίντερμπεργκ, ο οποίος σκηνοθέτησε (ομολογουμένως μαεστρικά) ένα μελόδραμα πίσω από την ξεγνοιασιά και την «απελευθέρωση» και την «λύτρωση» του «βάλε ακόμα ένα ποτήρι», βασισμένο σε στερεότυπα συμπεριφορών, προορισμένο για μαζική κατανάλωση.
Πραγματικά, ο Δανός δημιουργός ισορροπεί εντελώς οριακά μεταξύ ρεαλισμού και γραφικότητας, εξιστορώντας τα οφέλη που μπορεί να έχουν ένα ή και δύο ποτηράκια αλκοόλ, να σε απελευθερώνουν και να σε κάνουν πιο δημιουργικό, την ίδια στιγμή που 3 ή 4 δημιουργούν παρενέργειες ανεπιθύμητες στην προσωπική σου ή την κοινωνική σου ζωή. Πολλές όμως από τις καταστάσεις που περιγράφει είναι επιδερμικές και basic στα όρια του αστείου προκειμένου να μην ξεφύγει η κατάσταση και σε επίπεδο ηθικού προβληματισμού, που πραγματικά σε κάνουν να απορείς με την απλότητα που τις προσεγγίζει.
Ένα από τα μεγάλα ελαττώματα του φιλμ είναι και η εντελώς ανισοβαρής προσέγγιση της δραματουργίας μεταξύ των τεσσάρων ηρώων του, με τον Μαντς Μίκελσεν να μονοπωλεί τον ποιοτικό χρόνο της ταινίας που η ίδια τον αντιμετωπίζει σαν σταρ, με αποκορύφωμα την τελική σκηνή ευφορικού συμβολισμού τύπου "δε γαμιέται, εγώ θα συνεχίσω να πίνω", η οποία προσφέρει μια "λύτρωση" που ίσως το φιλμ δεν χρειαζόταν, αγνοώντας εντελώς τους άλλους τρεις, σαν να μην υπήρχαν.
Το "Another Round" για όσους αφορά τουλάχιστον (διότι για τους υπόλοιπους και τις υπόλοιπες το φιλμ καταντά από ένα σημείο και μετά αφόρητο), δεν παριστάνει ότι έχει τις απαντήσεις και προς τιμήν του. Εμβαθύνει μεν στην καρδιά του τέλματος της μέσης ηλικίας για τον άνδρα που βρισκει απάγκιο σε μια χαμένη παιδικότητα, αλλά αποτυγχάνει να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της ταινίας και να το αφομοιώσει στον καμβά του σκανδιναβικού ψυχαναγκασμού που ενσωματώνει τους ήρωές του. Και παράλληλα δεν λειτουργεί πετυχημένα οικουμενικά.
Μια ταινία που ξεχειλίζει από αλκοόλ και συναίσθημα και προσμονή, αλλά όχι από ενσυναίσθηση και πάθος.
Κανένα πρόβλημα: τα δύο σπουδαία φιλμ του Βίντερμπεργκ παραμένουν το "The Hunt" και το "Festen". Και σας το γράφει ένας λάτρης της τεκίλας και μεγάλος φαν του Δανού δημιουργού.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων