Σύνοψη: Μετά τον τραγικό θάνατο της αδερφής του, Σαντρίν, και ενώ προσπαθεί να συνειδητοποιήσει το λυπηρό γεγονός, ο Ντέιβιντ έρχεται αντιμέτωπος με την ανιψιά του Αμάντα και την φροντίδα της, καθώς προέρχεται από μονογονεïκή οικογένεια.
Άποψη: Υπό το φως των τρομοκρατικών επιθέσεων σε Γαλλία αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, η τελευταία ταινία του Μίκαελ Χερς έχει στο επίκεντρο μία οικογένεια που διαλύεται από την τρομοκρατία και τις επιπτώσεις της, όμως ο τίτλος και κατ’ επέκταση η ευθύνη μιας «πολιτικής ταινίας» δεν είναι αυτοσκοπός του σκηνοθέτη.
Στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας όπου και έκανε παγκόσμια πρεμιέρα, η ιστορία του νεαρού Ντέιβιντ και της μικρής Αμάντα συγκίνησε το κοινό όντας ένα πολιτικά επίκαιρο δράμα, κινηματογραφημένο έτσι ώστε να πληγώνει με τις καθημερινές στιγμές που γίνονται αβάσταχτες μετά από μία απώλεια, ειδικά για ένα παιδί, και αμέσως να αγαλλιάζει την ψυχή με τις χαρούμενες σκηνές που μοιράζονται οι δύο ηθοποιοί.
Ο Βενσάν Λακόστ στο ρόλο του νεαρού Ντέιβιντ ο οποίος αναλαμβάνει τον ρόλο του γονέα ενώ ο ίδιος δεν έχει προλάβει να μεγαλώσει παραδίδει μία ήσυχη ερμηνεία, πολύ κοντά σε αυτή την μικρής Ισόρ Μουλτιέρ. Ο θάνατος της μητέρας έχει επιφέρει ένα αναντικατάστατο κενό, και ενώ λογικά θα περιμέναμε το παιδί να επηρεάζεται περισσότερο, στο “Amanda” ο Χερς αντιμετωπίζει τους πόνους τους ισάξια σαν ένας ψυχολόγος που ακούει και τις δύο πλευρές και τους ωθεί να συμπαρασταθούν ο ένας στον άλλον. Η Αμάντα είναι μεν η πρωταγωνίστρια που μονοπωλεί στιγμές και σκέψεις, όταν όμως στο τέλος η ταινία γράφει δύο στο σύνολο, έχεις την υποχρέωση να αναδείξεις και τον απέναντι. Έτσι ακριβώς χειρίστηκε και τον πρωταγωνιστή του ο Χερς, κατευθύνοντας τον Λακόστ ώστε να μη βγει εκτός γενικού πλάνου.
Στην γλυκιά μελαγχολία όμως ορισμένων στιγμών, διαπιστώνουμε ότι το δράμα του “Amanda” είναι μία ταινία από τις λίγες του είδους που κατορθώνουν να εκμαιεύσουν τόσο συναίσθημα από τόσους λίγους πόρους. Πριν λίγο καιρό, αντικρίσαμε και πάλι μία τέτοια επιτυχία με την ταινία του Γκιγιόμ Σενέζ, «Οι Αγώνες Μας». Και στις δύο παραγωγές είναι φανερή η επίγνωση των δύο σκηνοθετών για τα πολιτικά δρώμενα και η αντίληψη της ανασφάλειας που επικρατεί στην κοινωνία, πράγμα που μπόρεσαν να ενσωματώσουν στις ταινίες τους με ιδιαίτερο και μη χυδαίο τρόπο.
Η αυτοθυσία και η ελπίδα γίνονται και εδώ φανερές σε μια ταινία που πέφτει με τα μούτρα στη ζωή και χαρίζει ένα γλυκόπικρο τέλος για να το ερμηνεύσετε όπως εσείς νιώθετε.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων