Η επανάσταση των ανώνυμων ρομαντικών
Η νέα ταινία του Jean-Pierre Améris, Les émotifs anonymes, δείχνει τι σημαίνει ρομαντική κομεντί κατευθείαν από την γαλλική πηγή της, σε μια μετα-Αμελί εποχή. Αντισταθμίζει την, πιο σκοτεινή πια, περιρρέουσα ατμόσφαιρα, με μερικά χαμογελαστά γκανγκς παραπάνω και κάπως υψηλότερους επαγγελματικούς στόχους. Ο τίτλος της γλυκιάς, feel good ταινίας αντλήθηκε από τους απανταχού ανώνυμους εξαρτημένους, και θέτει το ρομαντισμό και το συναισθηματισμό ως μάστιγες, από τις οποίες καλό θα ήταν να απαλλαγεί κανείς, αφού οι καιροί επιβάλλουν σύνεση.
Η κεντρική ηρωίδα εκ πρώτης όψεως μοιάζει με μια αντίστιξη της αλαφροϊσκιωτης αγαπημένης παριζιάνας, που τριγυρνά στην όμορφη Lyon και τραγουδά γυρεύοντας αυτοπεποίθηση. Τελικά, η ζεν κατάσταση της πρώτης, είναι ένα βουνό που καλείται να ανέβει και να κατέβει ο λαμπερός ψυχικά χαρακτήρας της Isabelle Carré. Εδώ δεν πρόκειται για ένα κορίτσι που η τέχνη της αντικρίζει λαγούς στα σύννεφα χωρίς να αναζητά την ψυχοθεραπεία, αλλά που πέφτει, προς το παρόν, λιπόθυμο, μπροστά στις μεγάλες συγκινήσεις. Πρόκειται για μια ανώνυμη ρομαντική, που για καλή της τύχη προσελκύει γύρω της ανθρώπους αντίστοιχης πάστας. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι και ο διευθυντής μιας σοκολατερί, που βρίσκεται σε κρίση και γνωρίζει την ηρωίδα μας στη συνέντευξη για να εργαστεί κοντά του.
Ο έμπειρος Benoît Poelvoorde, αντι-ήρωας, as good as it gets απολαυστικός, με φόβους οικειότητας τόσο έντονους, που χρειάζεται ο ψυχίατρός του να του αναθέσει αρκετή δουλειά στο σπίτι προκειμένου να νιώσει άνετα έστω και για να αγγίξει έναν άλλον άνθρωπο. Η γνωριμία τους επεισοδιακή, χαρίζει σκηνές αρκετά κωμικές και φρέσκες. Χαρακτηριστικές γαλλικές συμπαθείς φάτσες φροντίζουν με αγάπη τη σοκολάτα, που είχες να μυρίσεις από τους καιρούς που τη φλέρταρε ο Τζόνι Ντεπ, οι διάλογοι είναι χαριτωμένοι και σίγουρα δεν περιμένεις την απορία ενός σερβιτόρου μπροστά σε ένα σύγχρονο δανδή. Ο έρωτας αναμενόμενος και δεδομένος μεταξύ των πρωταγωνιστών και προς το τέλος της ταινίας η κάπως εκνευριστική αίσθηση ότι κάτι καθυστερεί σε κάνει να ανυπομονείς ακόμα περισσότερο για την ένωσή τους, που θες να είναι αμφίβολη μέχρι την τελευταία στιγμή.
Η Ανζελικ και ο Ζαν Ρενέ γλιστράνε διαδοχικά μέσα από τα στάδια της προσέγγισης, του αγγίγματος και της προσφοράς, όχι πάντα χωρίς να «βρίσκουν» κάπου, με ατάκες και συμπεριφορές τόσο ρετρό όσο και αναγκαίες. Τα ονόματα και οι ταμπέλες χάνουν τη σημασία τους και μένει η σχέση που αναπτύσσεται με υπόκρουση ένα τραγουδάκι θάρρους. Περίεργο, τελικά, πως ένα «χωρίς τραλαλά» φιλμ, θέτει ζητήματα που σε απασχολούν αυτό τον καιρό.
Τι μπορεί να σώσει έναν οργανισμό από την κατάρρευση; Μπορεί να κάνουν τη διαφορά άνθρωποι εργατικοί, με ελπίδα και καθαρό βλέμμα, χωρίς στησίματα και δήθεν «επαγγελματισμό»; Τι θέση έχει η ψυχοθεραπεία και η αυτοβοήθεια σε όλο αυτό; Το τραγούδι σώζει; Ίσως το πεπρωμένο κάθε ταινίας είναι να τροφοδοτεί μια γεννήτρια που ανακουφίζει από το βάρος μια κατάστασης, κάτι που σε ισότιμες σχέσεις θα έπρεπε να μοιράζεται σε δύο σακιά. Αναρωτιέται κανείς, οι άνθρωποι πιο πάνω από μας που αποφασίζουν, αγαπούν την τέχνη; Το τέλος, παρά μια σχετική κούραση μέχρι να επέλθει, φέρνει στο νου όλους τους δειλούς αλλά ανώνυμους θαρραλέους έρωτες, όλες τις δειλές, αλλά με συλλογικό όνομα θαρραλέες επαναστάσεις.
Εύη Αβδελίδου
www.thinkingonfilms.blogspot.com
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων