Σύνοψη: Ο Μπαρτλ και ο Μέρφι είναι στρατιώτες σταλμένοι στο Ιράκ όπου υπό τις διαταγές του λοχία Στέρλινγκ προσπαθούν να επιβιώσουν σωματικά αλλά και ψυχικά. Ο Μπαρτλ παρατηρώντας τον αδύναμο χαρακτήρα του Μέρφι τον παίρνει υπό την προστασία του και υπόσχεται στην μητέρα του ότι θα είναι ο πρώτος που θα της μεταφέρει τα κακά νέα, εάν τύχει κάτι στον γιο της. Όταν ο ίδιος επιστρέφει στην πατρίδα χωρίς τον Μέρφι, συνειδητοποιεί ότι η υπόσχεσή του είναι δυσκολότερη από ό,τι αρχικά πίστευε.

Άποψη: Με τις εμπειρίες του από τον πόλεμο του Ιράκ, ο συγγραφέας Κέβιν Πάουερς έγραψε το 2012 την νουβέλα “The Yellow Birds”, μία ευαίσθητη ιστορία δύο νέων στρατιωτών οι οποίοι προσπαθούν να βγουν αλώβητοι από την αλλοτρίωση του πολέμου, την οποία και έφερε στην μεγάλη οθόνη ο σκηνοθέτης Αλεξάντερ Μουρς (“Blue Caprice”) με συνέπεια και καλή τεχνική που υπολείπεται παρόλα αυτά σε πρωτοτυπία και δυναμικότητα.

Σαν ένα παραπλήσιο “Thank you for your Service”, χωρίς τον διδακτικό χαρακτήρα, η ταινία εστιάζει σε μία ιστορία που συνέβη εν ώρα καθήκοντος και, όπως γίνεται αρχικά γνωστό, αποβαίνει μοιραία για τον στρατιώτη Μέρφι αφήνοντας ένα βάρος στην συνείδηση του Μπάρτλ που γυρίζει στην Αμερική με εμφανή τα συμπτώματα του PTSD. Το δράμα εδώ λειτουργεί με πολλαπλά flashbacks στο πεδίο της μάχης αλλά και τις ήσυχες στιγμές στο στρατόπεδο όπου μπορούμε να συνδεθούμε συναισθηματικά με τον ευαίσθητο χαρακτήρα του Τάι Σέρινταν, ένα από τα πιο δυνατά ανερχόμενα αστέρια του Χόλυγουντ που ξεκίνησε στο πλευρό του Μάθιου Μακόναχι και στο set της ταινίας “Mud”, ο οποίος μεγάλωσε για να δείξει τις ικανότητες του για ακόμα μία φορά (θα τον θυμάστε και από τα “Ready Player One”, “X-Men: Apocalypse”). Παρέα με τον συμπρωταγωνιστή του και φύλακα άγγελο του στο σενάριο, Άλντεν Έρενραϊχ (ο φετινός Χαν Σόλο), δίνουν μία προσωπική διάσταση στο “The Yellow Birds” ανεβάζοντας προσωρινά στροφές στην ταινία για όσο διαρκούν οι κοινές σκηνές τους.

Ωστόσο, η προσπάθεια του Μουρς να στήσει μία παραγωγή που να μοιάζει πιο ανεξάρτητη και όχι άκαμπτα τοποθετημένη, δεν επιτυγχάνεται πλήρως καθώς πέφτει θύμα μιας αδύναμης ιστορίας πολέμου που άθελά της μεταφέρει την τραγωδία από τους στρατιώτες και την οδύνη που πέρασαν αυτοί, στις μητέρες τους.  

Και μόνο με την παρουσία και τον δραματικό ρόλο της Τζένιφερ Άνιστον που από το 2014 με το “Cake” προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει την καριέρα της, η συζήτηση αναπόφευκτα επικεντρώνεται σε αυτήν και τον μητρικό ρόλο της αλλά και την Τόνι Κολέτ, που σε έναν άτυπο αγώνα μεταξύ τους καταφέρνει να την προσπεράσει άνετα (αλίμονο). Η τελευταία δε επιδίδεται σε έναν ρόλο εξαιρετικά δοσμένο ως την αναστατωμένη μητέρα του Μπαρτλ η οποία βρίσκεται ανήμπορη μπροστά στην καταστροφή του γιου της.

Στο σύνολο, τα καλά σημεία του “The Yellow Birds” ξεχνιούνται και αδυνατούν να αφήσουν εικόνες και έντονα συναισθήματα σε αυτούς που το βλέπουν. Στο τέλος αγνοούμε σχεδόν το γεγονός ότι με το σενάριο ασχολήθηκε ο Ντέιβιντ Λόουερι του “The Old Man and The Gun”και του “A Ghost Story” αλλά αφηνόμαστε στην μουσική της τελευταίας σκηνής όπου οι Radiohead με το Exit Music (For a Film) που είχαν γράψει για το “Romeo + Juliet” του Μπαζ Λούρμαν καταφέρνουν να δημιουργήσουν μία ατμόσφαιρα που έλειπε από την ταινία.

Πρώτη δημοσίευση: 8 Οκτ. 2018, 15:47
Ενημέρωση: 8 Οκτ. 2018, 15:47
Συντάκτης: 
Τίτλος:
The yellow birds (The yellow birds)
Σκηνοθεσία: 
Χώρα: 
Έτος: 
Διάρκεια: 
94

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

imaginary, από την Spentzos imaginary, από την Spentzos