Μια νέα γυναίκα, φοιτήτρια αρχαιολογίας από τη Φινλανδία, φεύγει από μια αινιγματική ερωτική σχέση στη Μόσχα παίρνοντας το τρένο για το αρκτικό λιμάνι του Μουρμάνσκ αναζητώντας τα περίφημα πετρογλυφικά που έχουν ανακαλυφθεί εκεί.
Αναγκασμένη να μοιραστεί το μακρύ ταξίδι και το μικρό κουπέ με έναν Ρώσο μεταλλωρύχο, καθώς το τρένο προχωράει προς τον αρκτικό κύκλο, οι δυο τους συνειδητοποιούν ότι μοιράζονται ένα ταξίδι που θα αλλάξει τον τρόπο που βλέπουν τη ζωή.
Δύο εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες ξεκινούν ένα ταξίδι σχεδόν δύο χιλιάδων χιλιομέτρων για εντελώς διαφορετικούς λόγους, μέσα στο παγωμένο τοπίο που τελικά θα ζεστάνουν με την ανοικτή τους καρδιά. Ο τερματικός σταθμός του τρένου γνωστός από την αρχή, ο προορισμός όμως είναι τελικά αυτός ή τον κουβαλούν σαν αποσκευή μέσα τους;
Σημασία έχει το ταξίδι κατά το κλισέ μεν, αλλά κυρίως να δεις μέσα σου και έπειτα να δεις και τον άλλον, δίπλα σου, να αναμετρηθείς με τις ανασφάλειές σου, να ταξιδέψεις πρώτα μέσα σου.
Δύο αντι-ήρωες με τους όρους των συνηθισμένων αισθηματικών κομεντί, για τους οποίους γνωρίζουμε πολύ λίγα και η αρχική τους σκιαγράφηση είναι ημιτελής. Μήπως όμως έτσι δεν συμβαίνει όταν γνωρίζεις έναν άγνωστο σε ένα ταξίδι με τρένο;
Αυτή, μια φοιτήτρια αρχαιολογίας που συνειδητοποιεί ωμά και με αλήθεια που της ραγίζει την καρδιά, ότι η σχέση με την μεγαλύτερη σε ηλικία γυναίκα στην οποία είχε επενδύσει, τελειώνει απότομα, η φίλη την «ξεφορτώθηκε» μάλλον άκομψα ακυρώνοντας τελευταία στιγμή την συμμετοχή της στο ταξίδι, το τηλέφωνο χτυπά, στην άλλη γραμμή αποστειρωμένες απαντήσεις – μαχαιριές στην καρδιά.
Αυτός, ένας ανώριμος και αντικοινωνικοποιημένος τύπος, ψευτομαγκάκος, πίνει σαν να μην υπάρχει αύριο, με μυαλό και συμπεριφορά εφήβου, αλλά και καρδιά (και αυτό εδώ θα μετρήσει πολύ) μικρού παιδιού. Πάει σε ένα ορυχείο να δουλέψει, να βγάλει κομπόδεμα «και βλέπουμε».
Αυτοί οι δύο άνθρωποι αρχικά θα τσακωθούν,μετά θα νιώσουν την ανάγκη της επαφής, της δέσμευσης, όχι απαραίτητα ερωτικό όλο αυτό, αλλά έχουν και οι δύο την ανάγκη της ξεγνοιασιάς, του φλερτ, της επούλωσης εσωτερικών τραυμάτων, της απόδρασης από μια πραγματικότητα ασφυκτική όπως και το κουπέ του τρένου.
Το φιλμ εξελίσσεται με αμήχανο αλλά σταθερό βηματισμό σε ένα χρονικό πλαίσιο μη καθορισμένο: αρχικά νομίζεις ότι είναι τέλος 80s με γουόκμαν και βιντεοκάμερες, μια κουβέντα για τον «Τιτανικό» σε πάει στα τέλη 90s. Μικρή σημασία όμως έχει αυτό, τα αδιέξοδα των ηρώων μας είναι μάλλον διαχρονικά και αφορούν πολλούς περισσότερους.
Πληγωμένες καρδιές, ανασφάλειες που εξουθενώνουν, η ανάγκη για μια βαθιά ανάσα καθαρού αέρα, έστω και παγωμένου.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων