Ένας άνδρας επιστρέφει στην ειδυλλιακή παραλία των παιδικών του χρόνων για να κάνει σερφ με τον γιο του. Η επιθυμία του, όμως, να δαμάσει τα κύματα ανατρέπεται από μια ομάδα ντόπιων, το μότο των οποίων είναι «δεν ζεις εδώ, δεν σερφάρεις εδώ».
Ταπεινωμένος και θυμωμένος, ο άντρας παρασύρεται σε μια σύγκρουση που εντείνεται συνεχώς και μαζί με τον αφόρητο καύσωνα του καλοκαιριού, τον ωθεί στα όριά του
Ο Νίκολας Κέιτζ έχει κάνει καριέρα χάρη στον εξαιρετικά διασκεδαστικό τρόπο με τον οποίο «καταπίνει» το σκηνικό. Ακολουθεί ένα στυλ ερμηνείας που αποκαλεί «Nouveau Shamanic» - μια υπερβολική μορφή υποκριτικής μεθόδου, όπου ενεργεί σύμφωνα με τις παρορμήσεις του χαρακτήρα. Αυτό οδηγεί στις άγριες, απρόβλεπτες εκρήξεις για τις οποίες είναι γνωστοί οι χαρακτήρες του και τις οποίες εμείς οι φαν δε χορταίνουμε.
Όπως και σε αρκετές από τις ταινίες που πρωταγωνιστεί ο Νικόλας, έτσι και αυτή αφορά στην τοξική αρρενωπότητα: τις χειρότερες υπερβολές της, τις παραμέτρους που την περιορίζουν και πώς μπορεί να μοιάζουν οι εξευγενισμένες εκδοχές της.
Πρόσφατα διαζευγμένος ο ήρωάς μας, επιστρέφει από τις ΗΠΑ στην περιοχή της Αυστραλίας που μεγάλωσε και προσπαθεί να αγοράσει ένα παραθαλάσσιο ακίνητο για να επανασυνδεθεί με την οικογένειά και τις ρίζες του. Πηγαίνει τον έφηβο γιο του για σερφ κοντά στο ακίνητο, αλλά τους διώχνει μια αφιλόξενη ομάδα ντόπιων.
Επιστρέφοντας μόνος του στο χώρο στάθμευσης της παραλίας για να κάνει μερικές κλήσεις, πολιορκείται εκεί για τις επόμενες μέρες από την ίδια συμμορία. Και η κατάσταση εξελίσεται σε πολύ δύσκολη έως εξευτελιστική για τον ίδιο που οδηγείται σε αξιολύπητες πράξεις. Ίσως μέχρι να οδηγηθεί στη λύτρωση. Ένας φόρος τιμής στο αυστραλιανό ozploitation των 70s (και ειδικά στο Wake In Fright του Τεντ Κότσεφ) με παλιομοδίτικη οπτική και μια τραχύτητα στρογγυλεμένη κάπως στις άκρες, με ένα παραισθησιογόνο πορτοκαλοκίτρινο φωτογραφημένο σκηνικό που τσουρουφλίζει κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Είναι αδύνατο να σκεφτεί κανείς άλλον ηθοποιό εκτός από τον Κέιτζ που θα μπορούσε να κάνει έναν τέτοιο χαρακτήρα τόσο ευχάριστο στην παρακολούθηση. Αδυνατεί να ματσάρει την ματσίσμο αρενωπότητα των ντόπιων, την ίδια στιγμή που ένας σχεδόν άστεγος ηλικιωμένος του θυμίζει έντονα κάτι από το παρελθόν του.
Η έκρηξη του Νικόλα θα φτάσει μεν, αλλά δεν θα είναι τόσο μεγάλη σε διάρκεια όσο την πειρμένουμε και αυτό διότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή θα συνειδητοποιήσουμε πως όλα όσα συμβαίνουν είναι μια αλληγορία για την παιδική του ηλικία και την σχέση με τον πατέρα του.
Δυστυχώς όμως ο Φίνεγκαν (σκηνοθέτης και του αλλοπρόσαλλου και ανισοβαρούς Vivarium) δεν καταφέρνει να κρατήσει τον σωστό τόνο για να μας οδηγήσει θελκτικά στη μετάβαση και εν τέλει αποδυναμώνει το φιλμ με ένα φινάλε που πραγματικά δεν οδηγεί σχεδόν πουθενά.
Το πάθος του Νικόλα όμως είναι πάντα λειτουργικό και σχεδόν πάντα απολαυστικά αστείο.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων