Σύνοψη: Μια περίεργη και απροσδόκητη ασθένεια αφαιρεί σταδιακά τις ζωές των πλουσιότερων ανθρώπων στον πλανήτη και καθώς η πανδημία απειλεί να φτάσει στους κατόχους κάθε είδους περιουσίας, αυτοκρατορίες καταρρέουν και επικρατεί χάος.
Άποψη: Η... «αυτοκρατορία» αντεπιτίθεται, και κάπως έτσι προκύπτει ένα φιλμ που λειτουργεί κατά κάποιον τρόπο ως «αντίδοτο» στις ουκ ολίγες πρόσφατες σάτιρες εις βάρος του πλουσιότερου 1%, με μια αντιδραστική έμμεση ρητορική που μοιάζει να είναι βγαλμένη από κάποιο γραφειάκι με ανώνυμα υπερσυντηρητικά τρολ του διαδικτύου. Και όλα αυτά, ειρωνικά, από μια κεντρική ιδέα που με μια πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε και αυτή να λειτουργεί επικριτικά απέναντι στις παθογένειες του σημερινού (όχι απαραίτητα του διαχρονικού γιατί έχουν υπάρξει διαφοροποιήσεις από περίοδο σε περίοδο, οι «παλιοί» θυμούνται) καπιταλιστικού μοντέλου.
Το σενάριο με το «καλημέρα» προτάσσει έναν ειρωνικό και σαρκαστικό τόνο, ο οποίος αν και γίνεται ενοχλητικά εμφατικός ανά σημεία, τουλάχιστον προϊδεάζει για κάτι πνευματώδες και που θα έχει κάτι σημαντικό να διατυπώσει για τα θέματα τα οποία θίγει. Βέβαια κάτι «σοβαρές» σφήνες που αφορούν τον χαρακτήρα της Mary Elizabeth Winstead και τον πρώην άντρα της είναι σαν να ρίχνουν προειδοποιητικές βολές για το ότι εδώ έχουμε και σινεμά με δραματικό βάρος... τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων, γιατί οι συγκεκριμένες παρενθέσεις μάλλον ανιαρές είναι.
Όσο όμως κυλάει η πλοκή, τόσο περισσότερο γίνεται ξεκάθαρο και το κεντρικό μήνυμα, που κρύβεται ύπουλα πίσω από αμφισημίες και πιασάρικες ατάκες που λειτουργούν ως δέλεαρ σε εκείνη τη μερίδα των θεατών που έχει τον σπόρο της αμφισβήτησης μέσα της, και που δεν είναι άλλο από το ότι, τελικά, η «ολιγαρχία» των δισεκατομμυριούχων είναι απαραίτητη για ένα ισορροπημένο σύστημα, άρα θα έπρεπε να την επιθυμούν και όσοι είναι στη βάση της οικονομικής πυραμίδας.
Εκ του πονηρού βέβαια η συνθήκη που παρουσιάζεται για να εξαχθεί ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν είναι αποτέλεσμα σύνθετων και σταδιακών διεργασιών, αλλά έχει τη μορφή ενός «ξαφνικού θανάτου».
Το πρόσχημα βέβαια είναι ότι χωρίς μια τέτοιου τύπου ιδέα (πανδημία που εξαπλώνεται ραγδαία) δεν θα υπήρχε ο θριλερικός χαρακτήρας, αλλά βλέποντας κανείς την όλη εικόνα αναρωτιέται αν ο σκοπός του Galder Gaztelu-Urrutia ήταν μια άσκηση σασπένς, κάτι που αν ισχύει τότε ο ίδιος απέτυχε, ή το να «πιπιλίσει» τα μυαλά του κοινού με χοντροκομμένη σάτιρα και νοήματα που μόνο καλό δεν κάνουν στην τρέχουσα παγκόσμια συγκυρία.
Και το αστείο είναι πως, παρότι πετάγονται δια της πλαγίας οδού «βατράχια», στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα φιλμ υπερβολικά ασήμαντο ακόμη και για να θυμώσει κανείς μαζί του.
Δεν έχει ισχυρή ταυτότητα ως καλλιτεχνικό προϊόν για να μείνει στη μνήμη, ανεξάρτητα από την τελική ετυμηγορία του εκάστοτε σινεφίλ, ούτε τα ίχνη μαύρης κωμωδίας που περιέχει οδηγούν έστω σε κάποιες στιγμές που να βγάζουν λίγο γέλιο, ούτε ανοίγει έστω ένα μικρό παράθυρο ουσιαστικού διαλόγου για όσα εκφράζονται.
Είναι μια ξεκάθαρη αποτυχία σε όλα τα επίπεδα, με κάποιες μονάχα «τζούρες» καλογραμμένου κυνισμού σε κομμάτια των διαλόγων.
Πάρις Μνηματίδης
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων