Σύνοψη: Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ένας φτωχός ξυλοκόπος και η γυναίκα του ζουν σε ένα μεγάλο δάσος. Ξαφνικά, ο κόσμος τους αλλάζει, όταν η γυναίκα βρίσκει ένα μωρό που το έχουν πετάξει από ένα τρένο με προορισμό το Άουσβιτς και αποφασίζει να το μεγαλώσει. Το μωρό αυτό, «το πιο πολύτιμο φορτίο», θα αλλάξει τη ζωή του ζευγαριού και όλων όσων θα συναντήσει.
Άποψη: Πιθανότατα δεν έχει υπογράψει κάτι καλύτερο σκηνοθετικά στη μέχρι τώρα πορεία του ο Michel Hazanavicius, και ίσως αυτό να αποτελεί έκπληξη αν θυμηθεί κανείς ότι ο ίδιος βρίσκεται περισσότερο στα «νερά» του με καθαρόαιμα χιουμοριστικές δημιουργίες.
Αυτό συμβαίνει γιατί προσεγγίζει το θέμα του (Ολοκαύτωμα) με έναν παγκόσμιου τύπου ουμανισμό που αποκλείεται να μη μιλήσει έστω μερικώς συναισθηματικά στον κάθε θεατή.
Είναι και στο επίκεντρο των νοημάτων αυτή η οπτική, καθώς εμμέσως πλην σαφώς διατυπώνεται το ότι για να αλλάξει ο πυρήνας των πεποιθήσεων ενός ατόμου προς το καλύτερο με επιτυχία πρέπει να γίνει επίκληση στο συναίσθημα και μάλλον όχι τόσο στο ιδεολογικό υπόβαθρο, το οποίο τις περισσότερες φορές δεν έχει και πολύ γερές βάσεις και για να ανατραπεί θέλει άλλο δρόμο από αυτόν της «κατήχησης». Και με δεδομένο ότι επιλέγεται ως φόρμα το animation για ενήλικες, ο Hazanavicius εκμεταλλεύεται πάρα πολύ εύστοχα το περιθώριο που του δίνεται για να τονίσει τις αντιθέσεις ανάμεσα σε μια ζεστή, ανθρώπινη στιγμή και τη γενικότερη βία και παραλογισμό του ιστορικού πλαισίου εντός του οποίου τοποθετείται η δράση. Η συμπυκνωμένη χρονική διάρκεια εξασφαλίζει και το ότι δεν υπάρχει αφηγηματικό λίπος, και αποτρέπει τα μηνύματα από το να «νερωθούν» για να τονιστούν άλλα, περισσότερο επικουρικά στοιχεία.
Το ίδιο το σκίτσο βοηθά στο να κυριαρχήσει κατά τη διάρκεια της θέασης μια συγκεκριμένη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, όντας σχετικά λιτό και αυστηρό, με τεχνοτροπία τέτοια που να υπογραμμίζει τη φρίκη όταν αυτή είναι παρούσα εντός κάδρου. Επικρατεί σχεδόν πάντοτε μια εξαιρετικά μελετημένη ισορροπία ανάμεσα στο παραμύθι για «μεγάλους» και την κτηνωδία της μαρτυρίας μιας υπαρκτής εποχής, με την πρώτη εκ των δύο διαστάσεων να μην «ξεφεύγει» σε υπερβατικό βαθμό και να πετάει εκτός έτσι το κοινό από τη δραματουργία.
Σε ανάλογο ρεαλιστικό τόνο κινούνται και οι φωνητικές ερμηνείες του καστ, με τις υπερβολές με σκοπό να δοθεί μια συγκινησιακού τύπου έμφαση να λείπουν ευτυχώς. Το μόνο σοβαρό φάουλ που ενδέχεται να προσάψει κανείς στο φιλμ είναι η μουσική υπόκρουση του Alexandre Desplat, η οποία, αν και πολύ όμορφη στο αυτί σε πολλές σκηνές, ανά σημεία είναι και κάπως αταίριαστα εύθυμη σε συνάρτηση με τα όσα διαδραματίζονται.
Είναι μια πρόταση που πραγματικά έχει πολλές πιθανότητες να «αγκαλιαστεί» από την πλειοψηφία των σινεφίλ εκεί έξω, και ίσως να έχει και μια επιπρόσθετη εκπαιδευτική αξία στους μικρότερους (όχι πολύ, είναι αρκετά τρομακτικές κάποιες εικόνες) ηλικιακά που δεν είναι εξοικειωμένοι με τα υπό εξέταση γεγονότα. Και σε επίπεδο αισθητικής διαφέρει θετικά από τον μέσο όρο, σε καιρούς που το δισδιάστατο σχέδιο έχει δυστυχώς περιθωριοποιηθεί, αλλά κυρίως προσφέρει μια ματιά γύρω από τα όσα θίγει που εκπέμπει γνησιότητα και όχι μια απόγνωση που κυνηγάει βραβεία.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων