Μια αναπάντεχη επιδημία που προκαλεί ξαφνική αμνησία στους ανθρώπους, βρίσκει τον Άρη, ένα άντρα γύρω στα 40, να ακολουθεί ένα ειδικό πρόγραμμα αποκατάστασης, το οποίο περιλαμβάνει καθημερινές αποστολές και θα παραμείνει εκεί μέχρι να επανέλθει η μνήμη του ή κάποιος να τον αναζητήσει. Μετά την ολοκλήρωση κάθε αποστολής, ο Άρης βγάζει μια φωτογραφία πολαρόιντ ως αποδεικτικό στοιχείο.
Προσπαθώντας να δημιουργήσει μια νέα ζωή και αναμνήσεις, θα συναντήσει την Άννα – μια γυναίκα που βρίσκεται στο ίδιο πρόγραμμα.
Αν σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία (και την μόλις δεύτερη συνολικά στην καριέρα του), είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο ο Χρήστος Νίκου στήνει την ταινία του και η αυτοπεποίθηση που διαθέτει σχετικά με τον τρόπο που θα δείξει και θα αφηγηθεί την ιστορία του.
Στηρίζεται πάνω σε ένα πολύ ενδιαφέρον σεναριακό εύρημα, το οποίο του παρέχει τον καμβά για να ζωγραφίσει τα επίπεδα της αλληγορίας που θέλει να οπτικοποιήσει μιλώντας για την μοναξιά, τον πόνο της απώλειας, την προβληματική επικοινωνία, τον έρωτα με το αναλογικό και το "παλιακό" (polaroid σε άλμπουμ με ζελατίνα, κασετόφωνα, ακόμα κι το φορμάτ 4:3 εξυπηρετεί αυτόν τον σκοπό), τον θρίαμβο του ανένταχτου, του περιθωριακού.
Ο Άρης Σερβετάλης είναι αυτός στον οποίο η ταινία περιμένει (και οφείλει) πολλά για την οπτικοποίηση των συναισθημάτων που έγραψα παραπάνω. Μελαγχολικός, λακωνικός στις εκφράσεις του, αποτυπώνει έντονα και ολόσωστα το φιλμικό σύμπαν που έχει κατασκευάσει ο σκηνοθέτης και το οποίο έχει ξεκάθαρες επιρροές από την κινηματογραφική πραγματικότητα του Γιώργου Λάνθιμου, άλλωστε ο Νίκου υπήρξε βοηθός σκηνοθέτη στον "Κυνόδοντα". Δωρικότητα στα μέσα κινηματογράφησης, κλινική αυστηρότητα στο καδράρισμα, κεντρική ιδέα μιας παράλληλης πραγματικότητας, υποδόριο χιούμορ που αχνοφαίνεται.
Όπως διαφοροποιείται και ξεκάθαρα. Εκεί που ο Λάνθιμος δεν διστάζει να χώσει βαθιά το νυστέρι για να ανατμήσει τα ανθρώπινα ένστικτα (με μια ψυχρότητα που προσωπικά δεν με έλκει καθόλου), ο Νίκου γλυκαίνει την ματιά του, δείχνει κατανόηση.
Είναι πολύ λυπηρό να συνειδητοποιείς ότι δεν σε αναζητά κανείς, στην μοναξιά που συνθλίβει εδώ προστίθεται και η απώλεια μνήμης, η λήθη, ως επιδημία, εκτός και αν την έχεις επιλέξει εσύ την διαδικασία. Και αυτό είναι ένα σημείο που μου έδωσε μια διαφορετική οπτική ματιά της ταινίας και με συγκίνησε, ενώ μέχρι τότε με είχε ελαφρώς κουράσει.
Διότι ο τρόπος με τον οποίο ο ήρωάς μας βρίσκει μια λύση, δείχνει απότομος, βεβιασμένος, ίσως και ανεξήγητος.
Εκτός και αν δεν βρίσκει, αλλά δίνει ο ίδιος την λύση και το τέλος σε μια διαδικασία που θα τον βοηθούσε να ξεπεράσει την απώλεια. Μια κατάσταση που ο ίδιος επέλεξε να εισέλθει, να πειραματιστεί, να υποστεί. Ο Νίκου αποφεύγει να εξηγήσει τα κίνητρα με ελλειπτικότητα που ταιριάζει στο ύφος του και καλά κάνει: το μυστήριο βρίσκεται τελικά στο ανθρώπινο μυαλό.
Ένα γοητευτικό φιλμ ξεκάθαρα φεστιβαλικών προδιαγραφών, μια συναισθηματική αλληγορία με μικρομηκάδικη οικονομία στην αφήγηση, αλλά και μια μελαγχολική τρυφεράδα μεγάλου μήκους.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων