Σύνοψη: Ένας πατέρας με τα δίδυμα ενήλικα παιδιά του ταξιδεύουν στον Πόρο για τις καλοκαιρινές τους διακοπές με το οικογενειακό ιστιοφόρο. Χωρίς να το γνωρίζουν, τα αδέλφια συναντούν τη βιολογική τους μητέρα η οποία τα εγκατέλειψε όταν ήταν μωρά. Αυτή η συνάντηση θα καταλήξει σε μια γλυκόπικρη ιστορία ενηλικίωσης για όλους τους εμπλεκόμενους.
Άποψη: Η αλήθεια είναι πως η σεναριακή δομή της ταινίας του Κωστή Χαραμουντάνη ήθελε ένα σημαντικό «σφίξιμο» παραπάνω για να προέκυπτε κάτι που να εκπέμπει μια λιγότερο αποσπασματική αίσθηση. Αλήθεια όμως είναι πως πρόκειται και για μια δουλειά που έχει γνήσια τρυφερότητα, καθώς και μια μελαγχολία για όλες εκείνες τις πορείες προς την ενηλικίωση που περνάνε μέσα από επώδυνες συνειδητοποιήσεις.
Επιστρατεύονται αρκετά τρικ στην υπηρεσία του να θυμίζει το φιλμ ξεφύλλισμα οικογενειακού άλμπουμ διακοπών του παρελθόντος (με μια στοχευμένα γλυκόπικρη επίγευση στο κλείσιμο), αλλά και για να καλυφθούν κάπως πονηρά οι νεκροί χρόνοι που δεν είναι και λίγοι. Οι μάλλον ελάχιστες εναλλαγές σκηνικών (οι οποίες προσδίδουν μια στασιμότητα που προκαλεί κάποια προβλήματα στη ροή, ακόμη περισσότερο όταν η εξέλιξη της ιστορίας φαίνεται να «κολλάει») αναπληρώνονται από τις καλά επεξεργασμένες διαπροσωπικές σχέσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες, που είναι και αρκετά αληθοφανείς σε επίπεδο αλληλεπιδράσεων.
Ο Χαραμουντάνης φαίνεται να έχει επηρεαστεί αρκετά από τον τύπο σινεμά του Αλέξανδρου Βούλγαρη, βάζοντας φυσικά και την προσωπική του υπογραφή όπως μια αίσθηση του χιούμορ που είναι σε θέση να απευθυνθεί σε ευρύτερα τμήματα του κοινού. Στα θετικά η φωτογραφία του Κωνσταντίνου Κουκουλιού, που παράγει με τα χρώματά της μια ευχάριστα καλοκαιρινή ατμόσφαιρα με τρόπο που αποφεύγει ως επί το πλείστον τις πιο μίζερες πτυχές της εν λόγω εποχής (γιατί υπάρχουν και αυτές).
Από το σύνολο του καστ, ο Συμεών Τσακίρης δίνει την ερμηνεία που βρίσκεται περισσότερο από όλες στο επίκεντρο του δραματουργικού πυρήνα.
Τα περισσότερα από τα διακυβεύματα της πλοκής περιστρέφονται γύρω από το πώς αντιλαμβάνονται οι ήρωες την ιδέα της πατρικής φιγούρας και το πώς αυτή μεταβάλλεται στην πορεία, και από τη δική του μεριά ο Τσακίρης αποδίδει με χαμηλόφωνη ευαλωτότητα έναν οικογενειάρχη του οποίου η προσωπική τραγωδία έγκειται στο γεγονός ότι θέλει να καλύψει τις αδυναμίες του πίσω από μια βιτρίνα που ουσιαστικά δεν του είναι ευχάριστο να συντηρεί και τελικά τον αποστασιοποιεί από τους δικούς του ανθρώπους μέσω διάφορων οδών. Και παρότι η παρουσία του δεν έχει ακριβώς πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, προσθέτει μια αξία της οποίας η απουσία γίνεται αντιληπτή όταν ο ίδιος δεν βρίσκεται μπροστά από την κάμερα.
Σαν μεγάλου μήκους ντεμπούτο δεν έχει εντελώς την αυτοπεποίθηση μιας πραγματικά ολοκληρωμένης μετάβασης, αλλά το «Κιούκα: Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού» βλέπεται ευχάριστα και διαθέτει βιωματικές πινελιές που καθιστούν πολύ πιθανό το να κάνει το πολυπόθητο «κλικ» σε αρκετούς θεατές εκεί έξω. Ως μια θερινή κινηματογραφική επιλογή ειδικά έχει σημεία που λειτουργούν υπέρ του σε μεγάλο βαθμό.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων