Ο Κουέντιν Ταραντίνο είναι φετιχιστής. Αυτό είναι γνωστό. Άλλωστε ο ίδιος δεν το κρύβει. Αντίθετα, φλερτάρει με ό,τι έχει να κάνει με τα αγαπημένα του κινηματογραφικά κειμήλια και λατρεύει να προκαλεί και να υποβάλει τους θεατές σε δοκιμασίες που έχουν ως πηγή τις επιρροές και τα κινηματογραφικά του βιώματα. Το ίδιο κάνει και στη νέα του ταινία “The Hateful Eight”, αλλά αυτή τη φορά το 'τερματίζει' με ένα φετιχιστικό παραλήρημα διάρκειας σχεδόν τριών ωρών, αδιαφορώντας αν αυτό θα κουράσει κάποιους. Ίσως επειδή ενδιαφέρεται κυρίως για εκείνους που θα αντέξουν τον τρίωρο αυτό μαραθώνιο μέχρι τέλους. Τότε, θα τους ανταμείψει με αυτό που θέλουν. Δράση.

Γιατί ο Ταραντίνο προτού γίνει σκηνοθέτης, υπήρξε σινεφίλ. Και αυτό επιχειρεί να κάνει με τις ταινίες του, να τις αφιερώνει στο ίδιο το σινεμά, να αποτίνει homage στην πολιτιστική του κληρονομιά, να παράγει αλληλένδετες σχέσεις μεταξύ του νέου και του παλιού, να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για το κοινό του να ψάχνει να βρει όχι το δολοφόνο, αλλά τις κρυμμένες έννοιες, τις παράλληλες σχέσεις, την ίδια την αυτοαναφορικότητα του σινεμά.

Στην περίπτωση του "The hateful eight", ενώ πρόκειται φαινομενικά για ένα γουέστερν, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας και το πιο ουσιαστικό εκτυλίσσεται 'πάνω στο σανίδι', ήτοι σε ένα δωμάτιο που θυμίζει περισσότερο θεατρική σκηνή. Εκεί, εν μέσω ακατάσχετης φλυαρίας, στήνει αργά και βασανιστικά το αιματοβαμμένο πάρτι του , αφού αρχικά υπάρχει διάλογος και λιγότερη δράση (όπου δράση, βλέπε αίμα). Διάλογος μηδενιστικός μεταξύ δολοφόνων, μισάνθρωπων, ρατσιστών, χαρακτήρων που θα έλεγες 'αντιήρωες' που επιδίδονται σε ένα αιμοσταγές παιχνίδι μαγισσών χωρίς οίκτο, ψάχνοντας ενόχους και εχθρούς, με θύτες που αποδεικνύονται θύματα της πλοκής του σκηνοθέτης και το αντίστροφο.

Oπτικά η ταινία είναι άψογη με μια υπέροχη φωτογραφία, επιβλητικά κάδρα και γεμάτη ατμόσφαιρα και μάλιστα γυρισμένη σε 70άρι φιλμ... Άλλωστε ο Ταραντίνο είναι το δεινό εκείνο μαστόρι που μπορεί να πάρει τη μελωδία της ‘άγιας νύχτας’ και να τη μετατρέψει στην τέλεια υπόκρουση για σκηνή εγκλήματος. Σημειώστε εδώ ότι πρόκειται για το πρώτο soundtrack που έγραψε ο Ένιο Μορικόνε για γουέστερν εδώ και 40 χρόνια. Το θέμα όμως είναι η διάρκεια... Τρεις ώρες είναι τρεις ώρες. Είναι αναπόφευκτο να πλατειάσεις, να κάνεις κοιλιά και... ίσως να προκαλέσεις σε κάποιους ανία. Σα να εκνευρίστηκε ο σκηνοθέτης από τη διαρροή του σεναρίου του οn line και να είπε στον εαυτό του ‘βάλε κι άλλες σάλτσες’, ‘κι άλλες’, ‘κι άλλες’... Αντίθετα, αν ‘έκοβε’ κάτι από τα μπλα μπλά πριν μπει στο ψητό, δε θα μπορούσαμε να βρούμε ψεγάδι.

Κατά τα άλλα, η θεατρικότητα που χρησιμοποιεί ο Ταραντίνο ως δραματουργικό εργαλείο παραπέμπει ευθέως σε "Reservoir Dogs". Όλοι οι χαρακτηριστικοί ήρωες και αντιήρωες του είδους που ονομάζεται γουέστερν και ταυτόχρονα όλοι οι πρωταγωνιστές της φιλμογραφίας του σκηνοθέτη συναντώνται εδώ. Όπως η χαρακτηριστική ατάκα του πάλαι ποτέ Μr Blonde και νυν βαψομαλλιά Μάικλ Μάντσεν στον Κερτ Ράσελ "a bastard's work is never done" που παραπέμπει στο "Inglourious Basterds", αλλά και το κλασικό Pulp Fictionικό “I said Goddamn”. Παράλληλα, αποτίνει φόρο τιμής στο μέντορά του Τζον Κάρπεντερ και στην ταινία "The Thing" του 1982 , για το σκοπό αυτό άλλωστε χρησιμοποιεί τον ίδιο πρωταγωνιστή, τον Κερτ Ράσελ, ενώ σε μια χαρακτηριστική σκηνή μας κλείνει το μάτι και ο Ντάριο Αρτζέντο (no spoilers).

Τι κι αν ο Ταραντίνο έφαγε κράξιμο από την comme­il­faut κινηματογραφική κοινότητα για τις αμέτρητες φορές που η λέξη nigger ακούστηκε στην προηγούμενη ταινία του "Django Unchained", εδώ ο σκηνοθέτης τρολλάρει ανελέητα και επανέρχεται όχι με άμυνα, αλλά με επίθεση. Δεν ξέρω αν υπάρχει ταινία στην ιστορία του σινεμά που η συγκεκριμένη λέξη έχει ακουστεί περισσότερες φορές. Πρόκειται όμως μάλλον για μια 'σπόντα' του ίδιου για τον ρατσισμό σε Αμερική και γενικότερα σε παγκόσμιο επίπεδο. Επίσης, σε αυτή την ταινία ο Ταραντίνο χρησιμοποιεί τη βία στις γυναίκες. Φαίνεται δηλαδή σα να θέλει να πει με την ταινία του ένα μεγάλο κατηγορώ στο ρατσισμό, το σεξισμό, τη γυναικεία βία και γενικά στη βία (δεν είναι τυχαία η πρόσφατη συμμετοχή του σε πορεία κατά της αστυνομικής βίας), χρησιμοποιώντας το ίδιο όπλο: την ίδια τη βία.

Προφανώς και αν ψάξεις να βρεις το 'point' της ταινίας σεναριακά, θα πιάσεις πάτο και θα αναρωτιέσαι για ώρες, διότι απλά το 'point' είναι τα ίδια τα κοινωνιολογικά και σινεφίλ νοήματα που κρύβει. Αυτοί που κερδίζουν στα 'σημεία' πάντως στην ταινία αυτή είναι οι πρωταγωνιστές, κυρίως οι μπροστάρηδες Σάμιουελ Τζάκσον –υποτάσσομαι­ και Κερτ Ράσελ, ενώ η Τζένιφερ Τζέισον Λι με τη συγκλονιστική της εμπειρία λογικά οδεύει ολοταχώς προς κάποιο βραβείο..

Στην 8η ταινία της καριέρας του ο Κουέντιν Ταραντίνο συνεχίζει απτόητος να κάνει “το κομμάτι του”, μιξάροντας με αξιοθαύμαστο τρόπο αγαπημένα του είδη και επιρροές, αποτίνοντας έναν ακόμη φόρο τιμής στο western μετά το “Django Unchained” του 2012 (αν και το συγκεκριμένο φιλμ ο ίδιος προτιμά να το αποκαλεί “southern”). Παράλληλα, επιλέγει για την κινηματογράφησή της το “ξεχασμένο” format Ultra Panavision 70 (που δίνει αναλογία διαστάσεων εικόνας 2.76:1), προικίζοντας την με μια ευπρόσδεκτη μεγαλοπρέπεια, παρά το γεγονός πως η πλοκή της κατά το μεγαλύτερο μέρος της εξελίσσεται στους κλειστούς χώρους μιας άμαξας και ενός πανδοχείου στη μέση του πουθενά, παρά έξω στο μαγευτικά απόκοσμο χιονισμένο τοπίο του Γουαϊόμινγκ.

Ειρήνη Κατσαρά (8/10)



Λίγα χρόνια μετά το τέλος του Αμερικανικού Εμφυλίου, μια άμαξα που κατευθύνεται στην κωμόπολη του Ρεντ Ροκ με επιβάτες τον καχύποπτο κυνηγό επικυρηγμένων Τζον “Κρεμάλα” Ρουθ, τον σαρδόνιο αφροαμερικανό συνάδελφό του Μαρκίς Γουόρεν, πρώην επίλαρχο των Βορείων, τον εριστικό νέο σερίφη της κωμόπολης Κρις Μάνιξ και την σκληρόπετση παράνομο Ντέιζι Ντόμεργκιου, κρατούμενη του Ρουθ, ο οποίος φιλοδοξεί να την οδηγήσει στην κρεμάλα για να εισπράξει τα $10.000 της αμοιβής, αναγκάζεται να κάνει στάση στο φημισμένο υφασματοπωλείο της Μίνι, εν μέσω σφοδρής χιονοθύελλας. Εκεί βρίσκονται ήδη ο Μπομπ, ένας Μεξικάνος που έχει αναλάβει να φροντίζει το πανδοχείο εν τη απουσία της Μίνι, ο Οσβάλντο Μόμπρεϊ, ένας κομψευόμενος Εγγλέζος δήμιος, ο λιγομίλητος κάουμποϊ Τζο Γκετζ και ο γερο-Σάνφορντ Σμίδερς, ένας ρατσιστής πρώην στρατηγός των Νοτίων. Σταδιακά, τα πνεύματα ανάμεσα στους οκτώ εγκλωβισμένους επισκέπτες θα αρχίσουν να οξύνονται, αναπάντεχες αποκαλύψεις θα αναδυθούν στην επιφάνεια, τα εξάσφαιρα θα βγουν από τις θήκες και πλέον κανείς τους δεν μπορεί να είναι σίγουρο πως θα φύγει από εκεί ζωντανός.

Η αλήθεια είναι πως η πρώτη σφαίρα στο “The Hateful Eight” πέφτει κάπως αργά – μόλις στο φινάλε του τρίτου από τα έξι κεφάλαια στα οποία είναι χωρισμένη η ιστορία της τρίωρης σε διάρκεια ταινίας, όμως, ως τότε η ατμόσφαιρα έχει καταστεί εξόχως ηλεκτρισμένη μέσα από αλλεπάλληλους, απολαυστικά... “ταραντινικούς” διαλόγους που βρίθουν από ρατσιστικό μένος, με την παραμικρή λέξη να αποκτά ιδιάζουσα σημασία αναλόγως με το ποιος (και πώς) την προφέρει, προκαλώντας αντικρουόμενα συναισθήματα στην ομήγυρη, που έτσι κι αλλιώς αποτελείται από χαρακτήρες που, ο καθένας με τον τρόπο του, δικαιολογούν λίγο-πολύ το “hateful” του τίτλου. Από τη στιγμή δε που, στο ξεκίνημα του τέταρτου κεφαλαίου, ο ίδιος ο Ταραντίνο σε uncredited ρόλο αφηγητή μάς πληροφορεί για το “μυστικό της Ντόμεργκιου”, η ατμόσφαιρα γίνεται όλο και πιο κλειστοφοβική, η κατάσταση αρχίζει να ξεφεύγει από τα χέρια των ψυχραιμότερων και το “The Hateful Eight” μετατρέπεται αρχικά σε ένα αγωνιώδες whodunit και κατόπιν σε ένα ανατρεπτικό whydunit, με την “καρτουνίστικη” βία να παίρνει το πάνω χέρι οδηγώντας την ιστορία σε ένα ντελιριακό αιματοκύλισμα που φέρνει στο νου το φινάλε του αγαπημένου “Reservoir Dogs”.

Ο Σάμιουελ Λ. Τζάκσον σε έναν ρόλο απολύτως ταιριαστό στην εκρηκτική περσόνα του αναδεικνύεται σε MVP της 8άδας, με την αποστομωτική και... ξεδιάντροπα ξεκαρδιστική απάντηση του ως Γουόρεν στο ρατσιστικό παραλήρημα του Σμίδερς να προβάλλει ως το απόλυτο highlight της ταινίας, ο Γουόλτον Γκόγκινς αποτελεί τον κρυμμένο άσσο στο μανίκι του 52χρονου σκηνοθέτη, καταφέρνοντας να φανεί ως και συμπαθής ενίοτε, ενώ η Τζένιφερ Τζέισον Λι δίνει πραγματικά ρέστα στο ρόλο της μοχθηρής Ντέιζι Ντόμεργκιου, αποτελώντας με διαφορά τον πιο αξιομίσητο από τους “μισητούς οκτώ” – μια ερμηνεία που την καθιστά αυτομάτως ένα από τα φαβορί για την οσκαρική 5άδα του Β' Γυναικείου ρόλου.

Απολύτως ταιριαστό επίσης στην μυστηριακή ατμόσφαιρα της ταινίας, το υποβλητικό πρωτότυπο score του 87χρονου(!) Ένιο Μορικόνε (μελωδίες του οποίου έχει χρησιμοποιήσει πολλάκις στο παρελθόν ο Ταραντίνο) αποτελεί ένα από τα αδιαμφισβήτητα ατού της, φορτίζοντας με έξτρα ένταση σκηνές όπου οι ήρωές της προσπαθούν μάταια να ανατρέψουν την εις βάρος τους κατάσταση.

Ένα βραδυφλεγές στοχαστικό γουέστερν μυστηρίου με άφθονο σασπένς, βέβηλο χιούμορ και γενναίες δόσεις γραφικής βίας, το εντυπωσιακά στιλιζαρισμένο “The Hateful Eight” αποτελεί ένα ακόμη δώρο του Κουέντιν Ταραντίνο στους πολυάριθμους fans του – ιδίως σε εκείνους που απολαμβάνουν στο έπακρο τις λεκτικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες του.

Χάρης Παπαπαναγιώτου (7/10)

 

Πρώτη δημοσίευση: 7 Jan 2016, 06:06
Ενημέρωση: 15 Jan 2016, 18:04
Τίτλος:
The hateful eight (Οι μισητοί οκτώ)
Χώρα: 
Έτος: 
Διάρκεια: 
167
Εταιρία διανομής: 
Release: 
7 Ιανουαρίου 2016

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Shirley

Shirley

Θα το βρείτε: Netflix

Όπως μας ενημερώνει από την αρχή το “Shirley”, το 1968 ανάμεσα στα 435 μέλη...
10 hours

BOX OFFICE

Ταινία
4ημέρο
LATE NIGHT WITH THE DEVIL, από την Spentzos LATE NIGHT WITH THE DEVIL, από την Spentzos