Σύνοψη: Σε ένα ήσυχο χωριό στα ορεινά της Γεωργίας, η τοπική, απομονωμένη κοινότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά δέχεται τρομοκρατική επίθεση από ομάδα εξτρεμιστών. Η Γιάνα, σύζυγος του ηγέτη της κοινότητας, βρίσκεται ξαφνικά στο επίκεντρο αυτής της σύγκρουσης και σταδιακά καταρρέει.
Άποψη: Τέσσερα χρόνια πριν το April (Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο φετινό Φεστιβάλ Βενετίας), η Ντέα Κολουμπεγκασβίλι είχε πραγματοποιήσει το ντεμπούτο της στο μεγάλο μήκος με μια συγκλονιστική ταινία, η οποία – έστω και με λίγα χρόνια καθυστέρηση – βρίσκει τελικά το δρόμο προς τις ελληνικές αίθουσες.
Και αυτή διακεκριμένη φεστιβαλικά (βραβείο Fipresci στο Τορόντο, θριαμβική πορεία στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν με τέσσερα βραβεία), αποτελεί ουσιαστικά την προσωπογραφία μιας υπαρξιακά τραυματισμένης γυναίκας, το τραύμα της οποίας καθημερινά τροφοδοτείται (ή μήπως εξαρχής προκαλείται;) από τους μηχανισμούς μιας – άλλοτε ορατής κι άλλοτε περισσότερο κεκαλυμμένης – πατριαρχίας.
Τόσο στον μικρόκοσμο της ζωής της στην επαρχιακή θρησκευτική κοινότητα όπου ανήκει όσο και στον μακρόκοσμο της αλληλεπίδρασής της με το θεσμικό κατεστημένο της Τιφλίδας, στο σώμα και την ψυχή της Γιάνα ασκούνται δυνάμεις καταστολής και καταπίεσης.
Για αυτό και η Κουλουμπεγκασβίλι ιχνηλατεί την απτή μελαγχολία της ηρωίδας της επιλέγοντας ένα 35άρι φιλμ που δημιουργεί μια σειρά από πνιγηρά κάδρα, ασφυκτικά οριοθετημένα και με χώρο για ένα πρόσωπο τη φορά.
Έτσι, οι σκηνές όπου η Γιάνα βρίσκεται ταυτόχρονα στο ίδιο πλάνο με τους χαρακτήρες με τους οποίους συνδιαλέγεται είναι ελάχιστες: στο φιλμικό σύμπαν του «Εν αρχή» η έννοια του «μαζί» απουσιάζει, απλώς συνομιλούν ατομικότητες μεταξύ τους σε παράλληλους μονολόγους.
Μια συχνότατα ακίνητη κάμερα έρχεται συμπληρωματικά να αναδείξει την μοναξιά και την αποξένωση που διαποτίζει την εικόνα, καταγράφοντας ακόμη και τις πιο φρικτές πράξεις από την παγερή απόσταση ενός παρατηρητή, για τον οποίον τα πάσχοντα υποκείμενα παρουσιάζουν σχεδόν «εντομολογικό» ενδιαφέρον.
Η οριακά ντοκιμαντερίστικη παρατήρηση της Γιάνα φέρνει στον νου την Ζαν Ντιλμάν: όπως και στο φιλμ της Σαντάλ Ακερμάν, έτσι κι εδώ οι σκέψεις κι οι ενδότερες ψυχικές διεργασίες των πρωταγωνιστριών παραμένουν αθέατες στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας, ενώ και στις δύο ταινίες οι ρυθμοί είναι εξαιρετικά αργοί και σε μια πρώτη ανάγνωση μονότονοι.
Η πρωτοτυπία του «Εν αρχή», ωστόσο, έγκειται στο ότι δεν περιορίζεται στην αποτύπωση της οικιακής καθημερινότητας της ηρωίδας του αλλά «βγαίνει» στον έξω κόσμο, ενσωματώνοντας στην οπτική του αφήγηση την φύση με έναν τρόπο μυστηριακό και βαθιά υποβλητικό. Στους κόλπους της, ομορφιά και βία συνυπάρχουν και διαπλέκονται με όρους σχεδόν μυσταγωγικούς, οδηγώντας σε μερικές understated σκηνές – πραγματικά ποιήματα.
Όσο κι αν εκ πρώτης όψεως η διάρκεια ορισμένων σεκάνς φαίνεται εξουθενωτική (π.χ. παρακολουθούμε για πέντε ολόκληρα λεπτά τη Γιάνα να είναι ξαπλωμένη με κλειστά μάτια στο γρασίδι), στην πραγματικότητα στα 125 λεπτά που διαρκεί το φιλμ δεν υπάρχει μισό περιττό πλάνο.
Απλώς, χρειάζεται να μπει και το τελευταίο κομμάτι του κρυπτικού, σιβυλλικού του παζλ, για να νοηματοδοτήσει κατάλληλα ο θεατής τα όσα έχουν προηγηθεί και να κατανοήσει την – μαθηματική σχεδόν – αλληλουχία τους.
Η Κουλουμπεγκασβίλι δεν χαρίζει εύκολες απαντήσεις, ούτε καν μια εύκολα προσβάσιμη φόρμα. Σίγουρα, όμως, χαρίζει ένα σχεδόν αριστουργηματικό ντεμπούτο έμφυλης φόρτισης και αξιοθαύμαστης σεναριακής και σκηνοθετικής τόλμης.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων