Σύνοψη: Έχοντας διασωθεί από στρατόπεδο συγκέντρωσης, ο πρωτοπόρος αρχιτέκτονας Λάζλο Τοθ έχει αφήσει πίσω του τη μεταπολεμική Ευρώπη και φτάνει στην Αμερική για να χτίσει από την αρχή τη ζωή και την καριέρα του, περιμένοντας τη σύζυγο του Ερζέμπετ, που αναγκάστηκε να αποχωριστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Μόνος σε μία ξένη χώρα, ο Λάζλο εγκαθίσταται στην Πενσιλβάνια, όπου ένας μεγιστάνας βιομήχανος αναγνωρίζει το ταλέντο του και του αναθέτει ένα τεράστιο έργο.
Άποψη: Ποιος θα περίμενε ότι ο 36χρονος πρώην ηθοποιός και νυν σκηνοθέτης στην τρίτη του μόλις ταινία, Μπρέιντι Κορμπέτ, θα παρέδιδε ένα μεγαλειώδες σινεμά, εφάμιλλων κλασικών αριστουργημάτων των 50s και 60s?
Άλλωστε είναι γυρισμένη με φιλμ 70mm σε VistaVision, με αυτή την τεχνική, που δείχνει το κάδρο πολύ πιο ανοιχτό και επιβλητικό, να έχει να χρησιμοποιηθεί από τα 60s.
Φιλόδοξο εγχείρημα, σίγουρα παράτολμο, έκανε επτά χρόνια να το γυρίσει αλλά άξιζε τον κόπο, κερδίζοντας βραβείο σκηνοθεσίας στην Βενετία και έχοντας δέκα υποψηφιότητες στα προσεχή Όσκαρ.
Η ιστορία ενός πρωτοπόρου αρχιτέκτονα ουγγρικής καταγωγής, ο οποίος ξεφεύγει από την καταστροφή για να βρεθεί το 1947 στις ΗΠΑ και να χτίσει εκεί μια νέα ζωή. Μια οδύσσεια ενός ανθρώπου που μέσα από την δική του ιστορία παρατηρούμε το χτίσιμο μιας χώρας από τους μετανάστες, θέμα επίκαιρο σε μια τραμπική Αμερική που θέλει να τους εξαφανίσει.
Καθόλου τυχαία ο ήρωας είναι αρχιτέκτονας, επομένως και κυριολεκτικά χτίζει την χώρα, βοηθά στην ανοικοδόμησή της, όσο παράλληλα βιώνει τον ρατσισμό και τον διπλό άθλο να πείσει για την πρόθεση των λόγων και των έργων του.
Μια κλασική κινηματογραφική αφήγηση, που διηγείται τον βίο και τα πάθη του Λάζλο, βλέποντάς ως τον ως έναν ήρωα τραγωδίας. Αντίπαλο δέος, ο πλούσιος Αμερικανός βιομήχανος που διψά για επίδειξη και πλούτο, ζητώντας από τον Λάζλο να του φτιάξει ένα μεγαλεπήβολο, μπρουταλιστικό οικοδόμημα, σαν αυτά που έμαθε να κάνει στην Σχολή Μπαουχάους που φοίτησε, πριν την κλείσουν οι Ναζί.
Ο Κορμπέτ αντιλαμβάνεται σαν ένα κλασικό, ογκώδες μυθιστόρημα, με πρόλογο, δύο βαρβάτα σε διάρκεια κεφάλαια, τα οποία χωρίζονται από ένα δεκαπεντάλεπτο διάλειμμα ενσωματωμένο στην ταινία και έναν επίλογο, ξεπερνώντας τελικά τις τρεισήμισι ώρες.
Παρότι δεν του φαίνεται, καθώς ο Κορμπέτ δομεί στέρεα το δικό του φιλμικό οικοδόμημα, σίγουρα πολλά κομμάτια ξεχειλώνονται και κάποια ατροφούν στην πορεία.
Η σαρωτική όμως ερμηνεία του Έντριαν Μπρόντι, μια από τις καλύτερες και πιο ολοκληρωμένες ερμηνείες που έχουμε δει τα τελευταία δέκα χρόνια στο παγκόσμιο σινεμά, που θα ήταν κρίμα να το χάσει το Όσκαρ, λόγω της παραφιλολογίας γύρω από την χρήση του ΑΙ στην βελτίωση της προφοράς των ηθοποιών, δεν σε αφήνει ασυγκίνητο ούτε λεπτό. Ο ηθοποιός κάνει έναν υποκριτικό άθλο, στήνοντας μπροστά μας έναν άνθρωπο μέσα στο διάβα τριών δεκαετιών, που καλείται να διαχειριστεί το μεταπολεμικό τραύμα, τον ρατσισμό, τον εθισμό στα ναρκωτικά, την απόσταση από την οικογένειά του και έναν βιομήχανο που λειτουργεί τόσο ως μέντορα και υποστηρικτής του όσο και υπονομευτής.
Ο Γκάι Πιρς παραδίδει επίσης μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του, στον ρόλο ενός φαντασμένου που θέλει να επιβάλλει την παρουσία του μέσω του κύρους και του δέους που προκαλούν οι ιδιοκτησίες του.
Το αμερικάνικο όνειρο γυρισμένο τούμπα, όπως η εικόνα του Αγάλματος της Ελευθερίας στην αρχική σκηνή, όταν ο Λάζλο πρωτοφτάνει στις ΗΠΑ, φανερώνοντας όλη την δυσωδία του και την υποκρισία.
Η μουσική του Daniel Blumberg, άλλοτε υποβλητική και υπόκωφη, άλλοτε εμβατηριακή και δυναμική, άλλοτε χιουμοριστική, συμβάλλει καθοριστικά στην σκηνοθεσία της κάθε σκηνής, δηλώνοντας μια ατμόσφαιρα και υποβάλλοντας τον θεατή σε αυτή. Η φωτογραφία του Lol Crawley δίνει την αίσθηση ενός αμερικάνικου σινεμά που έχει χαθεί, ανασύρει μια αίγλη μιας άλλης εποχής, με σεναριακά μηνύματα που αφορούν το τώρα.
Και αυτό είναι που κάνει το Brutalist μια σπουδαία ταινία. Συγκινεί, καθηλώνει, παρασύρει, χωρίς ποτέ να γίνεται μελό ή διδακτικό, βγαλμένο μέσα από τον κόσμο του Once Upon a Time in America, σε μια Αμερική που αναζητά το μεγαλείο της στα φθαρμένα χέρια μεταναστών που ζητούν να ξανααποκτήσουν αυτό που είχαν. Με δάκρυα στα μάτια, ο Λάζλο κοιτά τα μπαουχάους κτήρια που είχε αφήσει στην Ευρώπη και πώς ο πόλεμος εν μία νυκτί τον εξόντωσε και τον έκανε παρία στην άλλη άκρη του κόσμου, να δέχεται τα καπρίτσια του καθενός.
Η επιβολή της εξουσίας που απασχόλησε τον σκηνοθέτη στην πρώτη του ταινία και η φθοροποιός δύναμη της φήμης που τον απασχόλησε στη δεύτερη, έρχονται να μπολιάσουν την φαρέτρα του σε μια ταινία που μόνο η κινηματογραφική αίθουσα της αρμόζει.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων