Σύνοψη: Η Μαρία γνώρισε τον Σίγκμουντ ως διαζευγμένη μητέρα δύο παιδιών και τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Λίγα χρόνια αργότερα, παντρεμένη πια μαζί του και μητέρα τεσσάρων πλέον παιδιών, βλέπει τον κόσμο της να γκρεμίζεται, όταν ο Σίγκμουντ τής ζητά διαζύγιο.
Κάπου εκεί ξεκινά για αυτήν ένα οδυνηρό αλλά πολύτιμο ταξίδι αυτογνωσίας και αποδοχής του εαυτού, μακριά από ετεροπροσδιορισμούς.
Άποψη: Η Νορβηγίδα Λίλια Ινγκολφσντότιρ γράφει και σκηνοθετεί ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο, παραγωγής του υποψήφιου για Όσκαρ με τον «Χειρότερο Άνθρωπο στον Κόσμο» Τόμας Ρόμπσαμ και με (υπερ)όπλο του μια σαρωτική ερμηνεία από την Χέλγκα Γκούρεν.
Παίζοντας διαρκώς με τις προσδοκίες του κοινού, παραδίδει ένα self-confident φιλμ που ξεκινάει ως ξέγνοιαστη rom com, εξελίσσεται σε ταινία εξιστόρησης ενός προαναγγελθέντος χωρισμού και καταλήγει σε έναν ύμνο στην αυταγάπη, την αυτεπίγνωση και γιατί όχι; – την ψυχοθεραπεία.
Κι ενώ γλιστράει ανατρεπτικά ανάμεσα στα διαφορετικά genres, μάς κάνει να συνειδητοποιούμε πόσο ρευστή κι υποκειμενική κατασκευή είναι η «αλήθεια» μιας σχέσης, πόσο απρόβλεπτη είναι η εναλλαγή των ρόλων θύτη και θύματος, όταν σκιαγραφούνται πραγματικοί άνθρωποι, πολύπλοκοι και αντιφατικοί.
Κι εν τέλει πόσο λυτρωτική είναι αυτή η συνειδητοποίηση, τόσο στη ζωή όσο και στο σινεμά, αυτή η αποδοχή του ότι όλοι είμαστε εν δυνάμει αξιαγάπητοι και εν δυνάμει ανυπόφοροι την ίδια στιγμή. Και του ότι το πρώτο δεν συμβαίνει παρά την ύπαρξη του δεύτερου αλλά χάρη ακριβώς σε εκείνη.
Σε αυτό το μήκος κύματος, ο απονευρωμένος ρόλος του Σίγκμουντ (στο πλαίσιο μιας γενικότερης απίσχνανσης του ανδρικού σημαίνοντος στο σύμπαν της ταινίας) δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας «σκοτεινής» φεμινιστικής ατζέντας που επιδιώκει να αναδείξει την συγκριτική ανωτερότητα ή τελειότητα των γυναικών.
Κάθε άλλο: στο σύμπαν της «Αξιαγάπητης» όλοι είναι ατελείς κι ελλειμματικοί και καμιά φορά ακόμα κι η αδυναμία κάποιου να δηλώσει αποφασιστικά τα «θέλω» του μπορεί να προσφέρει στο «άλλο του μισό» μια σπάνια ευκαιρία ενδοσκόπησης κι εν τέλει αυτοβελτίωσης.
Ένα αυτοκριτικό σκάψιμο στις πιο σκοτεινές πτυχές του ψυχισμού του, εκεί που φωλιάζουν επώδυνες, «μπεργκμανικές» αλήθειες, όπως αυτή του διαγενεακού τραύματος.
Η Ινγκολφσντότιρ, εύλογα, ανοίγει τη βεντάλια της ζωής της Μαρίας αλλά και της εκφραστικότητας της ίδιας ως σκηνοθέτριας, προκειμένου να σχεδιάσει ολιστικά το ψυχικό της πορτρέτο, παραδίδοντας ένα ίσως όχι πάντοτε εξίσου σφιχτό, πάντως ατρόμητα πολυεστιακό εκατοντάλεπτο, που πάλλεται και αναδιπλώνεται μέχρι τέλους.
(Πολυ)βραβευμένη στο Κάρλοβι Βάρι, η «Αξιαγάπητη» είναι συνολικά ένα λεπτοδουλεμένο πρώτο δείγμα μιας, καταπώς φαίνεται, πολύ ενδιαφέρουσας νέας φωνής του ευρωπαϊκού σινεμά.
ΣΧΟΛΙΑ
Εμφάνιση σχολίων